Αγγλία – Hammersmith Hospital
Η πτήση 259 της Ολυμπιακής έφτασε στην ώρα της και πέρασα άνετα από τον έλεγχο διαβατηρίων. Με τα χαρτιά τού Hammersmith μου έδωσαν ένα χρόνο άδεια παραμονής. Μάζεψα τις βαλίτσες μου απ’ το carrousel –καινούργια εμπειρία– και έσπευσα προς την έξοδο. Εκεί προς μεγάλη μου ανακούφιση περίμενε ο Γιάννης, και με το δεξιοτίμονο αυτοκινητάκι του πήγαμε σπίτι, όπου μας υποδέχτηκε η γυναίκα του η Χρυσούλα, που γνώριζα απ’ την Πολυκλινική. Η συγκίνησή μου από την εσπευσμένη αναχώρηση ήταν τόσο έκδηλη, που ο Γιάννης είπε: «Δεν θέλω να ξαναδώ τέτοιο χλωμό πρόσωπο στη ζωή μου!»
Τα ταλέντα οργάνωσης και διδασκαλίας του καθηγητή Welbourn αναδεικνύονταν στα Grand Rounds της Παρασκευής. Γινόταν παρουσίαση περιστατικών στο αμφιθέατρο του Hammersmith, ενώπιον όλου του ιατρικού προσωπικού, ενώ οι Consultants καθισμένοι στην πρώτη σειρά απολάμβαναν την «παράσταση». Τα περιστατικά είχαν επιλεγεί προσεκτικά από τον ίδιο και εκαλείτο ο Houseman να παρουσιάσει τα κλινικά, εργαστηριακά και εγχειρητικά ευρήματα, οπότε άνοιγε το θέμα για συζήτηση ή καλύτερα για αναμέτρηση μεταξύ των αντιμαχομένων χειρουργών.
Η σκιά της καρδιοχειρουργικής, όμως, με ακολουθούσε θέλοντας και μη. Ήδη ο Οικονόμος είχε γράψει σ’ ένα από τους επιφανέστερους Αμερικανούς καρδιοχειρουργούς, τον Dwight Harken, πρωτοπόρο καθηγητή στο Harvard, ο οποίος έδινε την ευκαιρία σε μετεκπαιδευόμενους απ’ όλα τα μέρη του κόσμου να δουλέψουν μαζί του.
Ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στο τρομερό ερώτημα: ήθελα πραγματικά να ξαναφύγω για το άγνωστο; Κι έπειτα, τι θα έκανα με το σαράκι που μ’ έτρωγε; Η εκτροπή προς τη Θωρακο/ Καρδιοχειρουργική ήταν η σωστή κίνηση ή απλώς σήμαινε άλλη μία καθυστέρηση στην ολοκλήρωσή μου ως γενικού χειρουργού; Συνέχιζα να θεωρώ ότι αυτή ήταν η κύρια αποστολή μου, αλλά έπρεπε ν’ απαντήσω, Δευτέρα πρωί, τι θα έκανα τελικά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το απόγευμα Σαββάτου. Δεν είχα βάρδια κι αποφάσισα να κάνω, όπως άλλοτε στην Ελλάδα, μια μακρινή βόλτα για να κουβεντιάσω με τον εαυτό μου. Πήρα το τραίνο για τη Great Portland Street με τα μεγαλοπρεπή αρχοντικά σπίτια. Από εκεί άρχισα να περπατώ, για ώρες…
Η πρόσοψη του Hammersmith Hospital (1970).
Με τον Σωτήρη Μαντούδη στο Λονδίνο, πριν το πέταγμα για τη Βοστώνη (1970).
Το ηλιόλουστο αλλά παγερό λονδρέζικο απόγευμα, με λίγο χιόνι στις παρυφές των δρόμων και με το ευεργετικό του κρύο έδινε ευεξία, και ο ήλιος, έστω και χλωμός, προσέθετε κάποια νότα αισιοδοξίας. Έτσι πέρασαν οι ώρες μέχρι που ήρθε το σούρουπο και μπήκα στον κοντινότερο σταθμό του μετρό για να γυρίσω στο Hammersmith. Είχα καταλήξει πως αποστολή μου ήταν το άγνωστο, η αβεβαιότητα της Αμερικής, με όλη της τη γοητεία, αλλά και τον φόβο, που μου έσφιγγε την καρδιά. Δευτέρα πρωί έστειλα τα δικαιολογητικά στη Βοστώνη.
Σ’ ένα από τα τελευταία βράδια μας, σε μια από εκείνες τις εκρήξεις ειλικρίνειας, o Σωτήρης μου είπε: «Ξέρω πως πραγματικά στο βάθος της ψυχής σου δεν με εκτιμάς, γιατί δεν έχω αυτόν τον ιερό φανατισμό, την αφοσίωση που έχεις εσύ στην ιατρική. Δυστυχώς, δεν έχω το αίσθημα αποστολής που συ έχεις, γι’ αυτό και σε θαυμάζω. Όμως, δεν είμαι φτιαγμένος απ’ αυτή τη στόφα.» Αισθάνθηκα πως ο Σωτήρης είχε την εντιμότητα του πραγματικού gentleman.
Βοστώνη – Dwight Emary Harken (1970)
Δεν το κρύβω, είναι δύσκολο εγχείρημα να περιγράψω τον πρώτο μου Δάσκαλο στην Καρδιοχειρουργική, περίπου όσο δύσκολο ήταν να περιγράψω τον θείο Γεράσιμο. Είναι σαν να αντικρίζεις ένα όγκο από γρανίτη και να αναλογίζεσαι πώς θ’ ανεβείς στην κορυφή του. Η προσωπικότητα, τα επιτεύγματα και ο θρύλος αποθαρρύνουν.
O Dwight Harken καταγόταν από μια μικρή πόλη της Iowa, όπου ο πατέρας του, ως οικογενειακός γιατρός, πήγαινε με το άλογο στα σπίτια των ασθενών. Με την απόβαση στη Νορμανδία το ’44, έγινε αντισυνταγματάρχης του Υγειονομικού κι απέκτησε φήμη αφαιρώντας σφαίρες και θραύσματα όλμων από τον θώρακα εκατόν τριάντα πέντε ασθενών, χωρίς να χάσει ούτε ένα! Οι τότε τεχνικές ήταν πρωτόγονες και φυσικά δεν υπήρχε εξωσωματική κυκλοφορία. Έκανε, λοιπόν, μία τρύπα στην καρδιά ή στο αγγείο, έβγαζε το βλήμα και, στη συνέχεια, την έραβε γρήγορα ενώ το αίμα πετιόταν στο ταβάνι! Το εγχείρημα απαιτούσε ατσάλινα νεύρα και αντοχή, που προφανώς διέθετε ο Dwight έχοντας διατελέσει κι ερασιτέχνης πυγμάχος! Γυρίζοντας στην Αμερική μετά τον πόλεμο, εντάχθηκε στο σύστημα του Harvard, κάτω από τον καθηγητή Elliott Cutler, ο οποίος ήταν πρωτοπόρος έχοντας ανοίξει στενωμένες(1) μιτροειδείς βαλβίδες με ένα εργαλείο δικής του επινόησης. Έτσι, το 1948, ο Harken έκανε την πρώτη διάνοιξη μιτροειδούς βαλβίδας για στένωση μπαίνοντας στην καρδιά από το λεγόμενο ωτίο (2) .
1.Η στένωση συνδέεται με τον ρευματικό πυρετό που τότε ήταν πραγματική μάστιγα.
2.Προσεκβολή, σαν μικρή σακούλα, του αριστερού κόλπου.
Όταν τον γνώρισα, τα άλλοτε κόκκινα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, αλλά διατηρούσε τα ροδαλά μάγουλα και τα σπινθηροβόλα μπλε μάτια, που νόμιζες ότι θα πετάγονταν κατά πάνω σου πίσω απ’ τα γυαλιά του. Ήταν πρακτικά αδύνατο να τον παρακολουθήσεις, γιατί ήταν σε διαρκή κίνηση. Έκανε συνεχώς κάτι και η φιλοσοφία του ήταν πως πρέπει κάθε λεπτό της ζωής σου να δημιουργείς, μιας κι η ζωή είναι πολύ σύντομη. Μπορούσε να ασχολείται με τρία πράγματα ταυτόχρονα, οπότε ζαλιζόσουν και μόνο κοιτάζοντάς τον. Θα τον παρομοίαζα περισσότερο με φυσικό φαινόμενο και λιγότερο με ανθρώπινο πλάσμα. Η ενεργητικότητά του ξεχείλιζε σαν λάβα ηφαιστείου. Η εργατικότητα και η αντοχή του ήταν υπερφυσικές, δίχως έλεος για τους υφισταμένους του.
«Never give up!» ήταν η φράση που απέδιδε καλύτερα την προσωπική του φιλοσοφία, προτρέποντάς μας να μην εγκαταλείπουμε ποτέ, να μην αποδεχόμαστε την ήττα. Και την επαύξανε λέγοντας πως η διαφορά μεταξύ επιτυχίας κι αποτυχίας είναι εκείνο το επιπλέον 5% της προσπάθειας. Και το ίδιο ποσοστό απόδοσης έκανε τη διαφορά μεταξύ μίας «superior» και μίας «mediocre» χειρουργικής ομάδας.
Ο Dwight, ως σπουδαίος Δάσκαλος, έδινε την ψυχή του στο χειρουργείο για να μεταδώσει στον εκπαιδευόμενο κάθε κανόνα, που η πείρα τού είχε δείξει πως είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία. Επαναλάμβανε: «Do it by the numbers» και τόνιζε πως «Good surgeons repeat the operation in their minds, over and over and over.» Η προτροπή του: «Don’t change the routines» ήταν καταστάλαγμα σοφίας.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο η όρασή του εξασθενούσε λόγω διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Τον είδα χρόνια αργότερα σε κάποιο συνέδριο, με κάτι χοντρά γυαλιά κι ένα πρίσμα κολλημένο στον αριστερό φακό. Μου εξήγησε ότι η όρασή του είχε πλέον περιοριστεί σε ό,τι έβλεπε μέσα απ’ το πρίσμα. Τραγικό για κάποιον με τόσο κοφτερό ακόμα μυαλό και αέναη κινητικότητα και αναρωτήθηκα γιατί άραγε τόσο ξεχωριστοί άνθρωποι να καταδικάζονται στο τέλος της ζωής τους σε αναπηρία. Ίσως γιατί δεν είναι αρκετά τυχεροί να φεύγουν νέοι… «Ο πατέρας της καρδιοχειρουργικής», όπως τον καταξίωσαν στη νεκρολογία τους οι «New York Times», πέθανε τον Αύγουστο του ’93 στο Cambridge της Μασσαχουσέτης όπου είχε ζήσει όλη του τη ζωή. Παρά την κακή έκβαση της σχέσης μου με τον Νίκο Οικονόμο, θα του οφείλω για πάντα πως χάρη σ’ εκείνον μπήκα κάτω από τη σκέπη του γίγαντα.
Ο Dwight επί το έργον (1970).
Dwight E. Harken, καθηγητής του Harvard University.
Ο «πατέρας» της Καρδιοχειρουργικής, μέγας Δάσκαλος και απαράμιλλος οργανωτής.
Harvard Fellow, στο Mount Auburn Hospital, Cambridge (1970).
Βοστώνη – Lahey Clinic (1971)
Από την εποχή του Γιάννη Μπουντούρη η Lahey Clinic ήταν ένας ιδεατός προορισμός. Νόμιζα πως ήταν νοσοκομείο και κάποτε που προσπάθησα να τη βρω περπατώντας, κατέληξα στο γκέτο του Roxbury. Τώρα είχε έρθει η ώρα να τη γνωρίσω από κοντά.
Με το τραίνο, λοιπόν, περνούσα κάτω απ’ το ποτάμι, έβγαινα στη Βοστώνη και με το τραμ έφτανα στους πρόποδες του λόφου, απ’ όπου άρχιζε η ανάβαση. Το χιόνι κι ο άνεμος εμπόδιζαν τη βάδιση στον γλιστερό ανηφορικό δρόμο κι η ταλαιπωρία μου απίστευτη, σαν από ντοκιμαντέρ στην Ανταρκτική! Έφτανα στην πόρτα του νοσοκομείου με την ψυχή στα δόντια, ασθμαίνοντας και νοιώθοντας το στήθος μου μουδιασμένο, σχεδόν αναίσθητο, απ’ τον παγωμένο αέρα που είχα ρουφήξει. Στις εξίμιση αρχίζαμε την επίσκεψη στους αρρώστους, πριν το χειρουργείο.
Ξεκίνησα με τον Warren και, όπως συμβαίνει πάντα με κάποιες γυναίκες και κάποιους χειρουργούς, αποφάσισα στα πέντε πρώτα λεπτά πως μου πήγαινε. Ήταν γύρω στα εξήντα, με μεγάλα γυαλιά και μέτριο ανάστημα, αλλά ευλυγισία πολύ νεότερου ατόμου. Νότιος στην καταγωγή, έλεγε: «Ο σωστός gentleman κατάγεται από τη Virginia.» Είχε τον αλάθητο αέρα του αρχηγού και με την πρώτη κίνηση στο χειρουργείο έβλεπες τον πραγματικό δεξιοτέχνη. Χωρίς αμφιβολία ήταν αδρός, δεν είχε τη φινέτσα και τη λεπτότητα του Γιάννη Μπουντούρη, όμως οι κινήσεις του ήταν απόλυτα σίγουρες, τολμηρές και τελεσίδικες. Χειρουργούσε απόλυτα σιωπηλά, χωρίς να ακούγεται ο παραμικρός ψίθυρος. «Αν αρχίσεις να μιλάς στο χειρουργείο, τότε γίνεται πραγματικό τσίρκο!», έλεγε. Είχε ελάχιστο σεβασμό για τους λεγόμενους ακαδημαϊκούς χειρουργούς που προσπαθούν ν’ αναπληρώσουν την έλλειψη εγχειρητικής ικανότητας, μιλώντας συνεχώς για εργασίες, ανακοινώσεις και άλλα σχετικά! Η αγαπημένη του ειρωνεία: «Αν πας στην Pennsylvania ν’ ακούσεις τον Dr. Ravdin να χειρουργεί…», τα έλεγε όλα.
Ο John Braasch ήταν διαφορετικός. Πολύ ψηλός και λιγόλογος, διαμάντι εντιμότητας και καλοσύνης, χαρακτηριζόταν για την απλότητα και το ενδιαφέρον του για τους Fellows. Ήταν ο πρώτος που με άφησε να ανοίξω και να παρασκευάσω την πύλη του ήπατος, όπου ήταν όλα κολλημένα. Εντυπωσιάστηκε όταν ήρθε και είδε πως είχα τελειώσει το δυσκολότερο μέρος της επανεπέμβασης. Στην αποχώρησή μου, τον Ιούνιο του ’72, μου χάρισε ένα βιβλίο για τη Βοστώνη και στην αφιέρωση, εκτός από τη φιλία του, εξέφραζε την εκτίμησή του για το χειρουργικό μου ταλέντο. Το κρατώ ως κειμήλιο.
Ο K. Warren δίπλα στην φωτογραφία του Frank Lahey.
Kenneth W. Warren.
Η διεθνής αυθεντία της χειρουργικής παγκρέατος και χοληφόρων της Lahey Clinic (1971).
Δυστυχώς, έπρεπε και πάλι να φύγω, γιατί αυτές οι ευκαιρίες ήταν για ένα μόνο χρόνο, φτιαγμένες ειδικά για ξένους που έρχονταν να εκπαιδευτούν και να επιστρέψουν στις πατρίδες τους παίρνοντας μαζί τους την καινούργια γνώση. Όμως, η πόρτα της δικής μου χώρας ήταν κλειστή και κάπου το πράγμα είχε αρχίσει να με κουράζει. Τον επόμενο χρόνο θα συμπλήρωνα μια δεκαετία άσκησης στη χειρουργική. Ξεσκονίστηκαν και οι δύο βαλίτσες τού Σίσυφου, η πράσινη για τα ρούχα και η καφέ για τα πιο απαραίτητα βιβλία. Έτοιμος, λοιπόν, για τον επόμενο σταθμό της αποστολής: Dallas, Texas, U.S.A.
Dallas, Texas, U.S.A. (1972)
Η πόλη, όπως τη γνώρισα, δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική από τη Βοστώνη. Πρώτα-πρώτα ο εκτυφλωτικός ήλιος βγαίνοντας από το κτίριο του αεροδρομίου κι έπειτα η αποπνικτική ζέστη, που ένοιωθες πως θα εξαερωθείς. Η έννοια του μεγάλου, του υπερφυσικού, επεκτείνεται βέβαια και στην Ιατρική. Έτσι, σε κάποιο συνέδριο, όταν οι Τεξανοί χειρουργοί ανακοίνωσαν πως χάρη στην εξαιρετική τεχνική τους κατόρθωναν να χειρουργούν ανευρύσματα της αορτής με μία μόνο φιάλη αίματος, ενώ συνήθως χρειάζονται τρεις με τέσσερεις, κάποιος συμμετέχων σχολίασε σαρκαστικά: «Φυσικά, θα πρόκειται για τεξανή φιάλη αίματος!»
Το Baylor University Medical Center είχε ξεκινήσει ως το First Samaritan Hospital στις αρχές του 1900, με δωρεές πλουσίων Βαπτιστών της εποχής. Η μετεωρική άνοδος του Baylor οφειλόταν στον θρυλικό Διευθύνοντα Σύμβουλο Boone Powell Sr., που ανέλαβε τις τύχες του ιδρύματος το 1950 και, μέσα σε τριάντα χρόνια, αύξησε τον αριθμό των κλινών από εκατό σε χίλιες διακόσιες, κατανεμημένες σε πέντε διαφορετικά κτίρια. Κοντός, εύσωμος και αεικίνητος, με ευθύ και διαπεραστικό βλέμμα που πρόδιδε αδαμάντινη τιμιότητα, ενέπνεε τέτοια εμπιστοσύνη στους διάφορους ευεργέτες, ώστε κάποτε μια ασθενής φεύγοντας του έδωσε το βιβλιάριο των επιταγών της, για να γράψει μόνος του το ποσό τού ενός εκατομμυρίου δολαρίων το οποίο της πρότεινε, υπογράφοντας χωρίς δεύτερη σκέψη! Εκτός από τη διοικητική του ικανότητα, ήταν γνωστός για την αγάπη που έδειχνε στους ασθενείς και στο προσωπικό, τους οποίους επισκεπτόταν και κουβέντιαζε μαζί τους σαν να ήταν κάποιος δικός τους. Αναμφισβήτητα είχε την αρετή του πατέρα μου, να είναι άνετος και με τους άρχοντες και με τους πληβείους.
Η ομάδα στην οποία θα εντασσόμουν ήταν πράγματι η μεγαλύτερη στις Νοτιοδυτικές Πολιτείες. Αναμφισβήτητος αρχηγός της ήταν ο Ben Mitchel, γιος δικαστή από το Mississippi και πρωτοπόρος καρδιοχειρουργός τού Dallas. Όταν στις αρχές του ’60 το Baylor δεν ήθελε ν’ ακούσει για επεμβάσεις «ανοιχτής καρδιάς», ο Mitchel φόρτωνε τη μηχανή της εξωσωματικής από το πειραματικό εργαστήριο και πήγαινε στην άλλη άκρη της πόλης, στο νοσοκομείο Saint Paul, όπου έκανε τις πρώτες του επεμβάσεις. Ο Mitchel ήταν αυτό που λέμε γεννημένος ηγέτης. Με πρόωρα ασπρισμένα μαλλιά, σταθερό και ήρεμο βλέμμα πίσω απ’ τα γυαλιά του, εύσωμος και ευθυτενής, ήταν γνωστός για την ψυχραιμία του στο χειρουργείο, τις επιδόσεις του στο αλκοόλ και στις γυναίκες, καθώς και για τη σκοπευτική του δεινότητα στα safari της Αφρικής. Η ικανότητά του για δουλειά ήταν απέραντη και επίτηδες έβαζε σωρεία περιστατικών για χειρουργείο, όταν οι συνεργάτες του έλλειπαν σε κάποιο συνέδριο, ακριβώς για να τους δείξει πως δεν τους είχε ανάγκη! Ως χειρουργός, ο Mitchel ήταν σταθερός, χωρίς θεατρινισμούς, όχι ιδιαίτερα γρήγορος, αλλά ασφαλής, γι’ αυτό και έχαιρε του γενικού σεβασμού.
Τελευταίος και πιο ενδιαφέρων ο Jake Lambert, που ήταν η ψυχή της ομάδας και επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξή μου. Κοντός και γεροδεμένος, ήταν γιος αγρότη από τη Virginia, με έκδηλα τα σημεία τής προέλευσης και της ανατροφής του. Ο πατέρας του ήταν ο φόβος και ο τρόμος τού σπιτικού τους κυβερνώντας το σαν στρατιωτική μονάδα. Παρά την τραχύτητά του ήταν προσηνής και μέχρι αυτοθυσίας αφοσιωμένος στους φίλους του. Ως γιατρός ήταν ο καλύτερος όλου του Καρδιοχειρουργικού Τομέα, με απέραντες γνώσεις, ευρηματικός στο χειρουργείο και με τρομακτική ετοιμότητα.
Μερικές από τις ρήσεις του έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μου: «Η χειρουργική είναι κλεψιά. Πρέπει ν’ αρπάζεις το περιστατικό από τον απέναντι ή και τον από πάνω σου, γιατί μόνον έτσι θα προχωρήσεις.» Πίστευε πως μεγάλοι χειρουργοί δεν ήταν όσοι είχαν «ωραία χέρια», αλλά όσοι διέθεταν «τα κότσια» ν’ αναλάβουν το ρίσκο. Ενδιαφέρουσα ήταν και η πεποίθησή του πως «δεν κουράζεται μόνο ο χειρουργός, κουράζεται κι ο άρρωστος στο πολύωρο χειρουργείο.»
Το Baylor, για να αντιμετωπίσει την έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού, στρατολόγησε καμιά δεκαριά Αυστραλέζες από διάφορες πόλεις της down-under ηπείρου που ανέλαβαν τη νυχτερινή βάρδια της Μονάδας, το έντεκα-επτά. Ήταν ό,τι καλύτερο είχα γνωρίσει, γιατί συνδύαζαν τη γνώση και την αποτελεσματικότητα των Αμερικανίδων νοσηλευτριών με την ανθρώπινη παρουσία και τη ζεστασιά των Αγγλίδων. Απ’ όλες ξεχώριζε μια, η Margaret Sinclair. Το μάτι μου έπεσε αμέσως πάνω της, γιατί εκτός από εμφάνιση, είχε αέρα και αυτοπεποίθηση. Ήταν μετρίου αναστήματος, αλλά πολύ καλοσχηματισμένη, με υπέροχα πράσινα μάτια και σκούρο λαδί δέρμα που της έδινε κάτι το εξωτικό. Αρχίσαμε να βγαίνουμε…
Denton Cooley (Houston, 1973)
Ολόκληρη την εβδομάδα τον παρακολουθούσα από χειρουργείο σε χειρουργείο. Υπήρχαν έξι αίθουσες, με έξι διαφορετικές ομάδες, τις οποίες συντόνιζε μια καταπληκτική Γερμανίδα προϊσταμένη. Μόλις τελείωνε o Cooley στη μία, ήταν έτοιμοι να μπουν στην εξωσωματική στη διπλανή, ώστε να κάνει μόνο τον κύριο χρόνο. Μ’ αυτόν τον τρόπο έβγαζε περίπου είκοσι περιστατικά μέχρι τις οκτώ το βράδυ που τέλειωναν τα χειρουργεία! Όπως είπε ο Shumway με τον σαρκαστικό του τρόπο: «Εάν θέλεις να δεις πόσες επεμβάσεις μπορούν γίνουν, πήγαινε στο Houston. Εάν θέλεις να δεις πώς πρέπει να γίνουν, έλα στο Stanford!» Οι κινήσεις του ήταν συνδυασμός αρμονίας και επιδεξιότητας. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό ήταν πως χειρουργούσε απλά, με τρία εργαλεία, λαβίδα, ψαλίδι και βελονοκάτοχο. Ο δίσκος της εργαλειοδότριας ήταν σχεδόν άδειος, χωρίς τα περίτεχνα εργαλεία και βελονοκάτοχα με διαφορετικές γωνίες και κυρτότητες, τα οποία έβλεπα στους άλλους. Εμπέδωσα οριστικά ότι ο πραγματικά μεγάλος τεχνίτης είναι απλός, σαν εκείνους που έφτιαξαν τα αρχαία ελληνικά μνημεία.
Boone Powell Sr. Ο δημιουργός του σύγχρονου Baylor έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο ξεκίνημα του Προγράμματος (1985).
Το έργο του: Το συγκρότημα πέντε νοσοκομείων του Baylor University Medical Center.
Ben F. Mitchel. Chief του Καρδιοχειρουργικού Τομέα στο Baylor University Medical Center. Ασφαλής χειρουργός, στιβαρός ηγέτης, αξιόπιστος συνεργάτης (1972).
Η Margaret στο Baylor (1973).
Στα μέσα Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε η μοιραία επιστροφή στην Ελλάδα. Το βράδυ που με συνόδευε ο Charlie Καψάλης στο αεροδρόμιο ήταν βαθειά συγκινημένος για την αναχώρησή μου, αλλά και ταυτόχρονα προφητικός: «Πιστεύω πως θα ξαναγυρίσεις στην Αμερική και εκείνο που λυπάμαι είναι τα χρόνια που θα σπαταλήσεις στην Ελλάδα μέχρι να καταλάβεις πως πραγματικά εδώ είναι το μέλλον σου.» Λες κι ήξερε τι θα συμβεί! Πριν με αποχαιρετήσει στην πύλη, μου έβαλε στο χέρι ένα ασημένιο δολάριο για γούρι, με την ευχή να μου φέρει τύχη εκεί που πήγαινα. Χρόνια αργότερα, θα το έδινα, με τη σειρά μου, σε μαθητή μου που έφευγε για μετεκπαίδευση και που προόριζα για αντικαταστάτη μου. Εισέπραξα αναπάντεχα την ύψιστη προσβολή της επιστροφής του ενθυμίου, όταν νόμισε πως δεν τον στήριζα αρκετά στις πρόωρες φιλοδοξίες του…
Ελλάδα, «ingrata patria»* (1973)
Άφιξη, λοιπόν, στην Αθήνα όπου με υποδέχθηκε η Margaret με την πολύ στυλάτη Alfa Romeo Giulietta που είχε αγοράσει μεταχειρισμένη. Με οδήγησε σε ένα διαμερισματάκι στο Ψυχικό, όπου είχε ήδη εγκατασταθεί.
Με το που ξεκίνησα στο Ιπποκράτειο, άρχισε η δουλειά με εικοσιτετράωρη υπευθυνότητα. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να οργανωθεί κάτι σαν Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, γιατί μέχρι τότε, αμέσως μετά το χειρουργείο, οι άρρωστοι αποσυνδέονταν από τον αναπνευστήρα και μεταφέρονταν στον θάλαμο. Αυτό ίσχυε για τα περιστατικά της γενικής χειρουργικής, αλλά ήταν τελείως απαράδεκτο για τα καρδιοχειρουργικά, που χρειάζονταν υπερεντατική παρακολούθηση, με σύγχρονα μηχανήματα και τεχνητή αναπνοή, μέχρι να σταθεροποιηθούν. Αρχίσαμε, λοιπόν, να βάζουμε στον αναπνευστήρα αρρώστους, στον χώρο που θα φτιάχναμε τη Μονάδα.
Είναι τόσο δύσκολο, τελικά, να αλλάξεις τις συνήθειες των ανθρώπων… Αντί αυτή η προσπάθεια να τύχει της αναμενόμενης αποδοχής και υποστήριξης, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Οι αναισθησιολόγοι έδειξαν από την πρώτη στιγμή την εχθρότητά τους, γιατί η παραμονή του αρρώστου στον αναπνευστήρα σήμαινε και τον εγκλωβισμό τους στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Είχε άμεσο αντίκτυπο στη μέχρι τότε ρουτίνα: να φεύγουν μετά την περάτωση των λίγων χειρουργείων στο Ιπποκράτειο για να μεταβούν στις ιδιωτικές κλινικές, στον Λευκό Σταυρό, στον Τίμιο Σταυρό και σε όποιον άλλο σταυρό πίστευαν! Έπρεπε να βγει ο επιούσιος ή όπως δηκτικά έλεγε ο συμφοιτητής μου Γιώργος Σανούδος «η σαμπάνια των παιδιών τους».
Με δική μου προτροπή, ο καθηγητής είχε επιβάλει να χειρουργούν οι ειδικευόμενοι. Οι συνεργάτες του, όμως, βρήκαν τον τρόπο να καταστρατηγήσουν τις εντολές του. Η τεχνική ήταν απλή: έμαθαν να χειρουργούν από τα αριστερά! Έτσι, ο ειδικευόμενος στεκόταν στα δεξιά του τραπεζιού και όταν ο καθηγητής έμπαινε στην αίθουσα τον έβλεπε ικανοποιημένος «να κάνει το χειρουργείο», ενώ στην πραγματικότητα το έκανε ο απέναντί του επιμελητής. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι, εκτός βέβαια από τον ταλαίπωρο ειδικευόμενο, που περιοριζόταν να κλείσει τον άρρωστο έχοντας την πικρία πως του πήραν το φαγητό απ’ το στόμα! Ενώ υπήρχαν στο πρόγραμμα, καθημερινά, οκτώ με δέκα επεμβάσεις και για τα τέσσερα χειρουργεία, διεκπεραίωναν από μια και γύρω στο μεσημέρι την κοπανούσαν για τις ιδιωτικές κλινικές. Έτσι, οι άρρωστοι λίμναζαν στο νοσοκομείο και δεν ήταν σπάνια η αναμονή ολόκληρης εβδομάδας για μια γαστρεκτομή. Για επεμβάσεις στο παχύ έντερο, η αναμονή μπορούσε να τραβήξει μέχρι και δύο εβδομάδες.
H κρίση έφτασε στο απόγειό της στο τέλος του χρόνου. Πήρα την πρωτοβουλία να συντάξουμε, όλοι μαζί, ένα υπόμνημα προς τον καθηγητή, ζητώντας του να συνεχίζονται τα χειρουργεία μέχρι τις τρεις το απόγευμα, ώστε να προχωρήσει η διακίνηση των αρρώστων και να βελτιωθεί η εκπαίδευση των ειδικευομένων. Ο καθηγητής «σκότωσε τον αγγελιοφόρο» αγνοώντας το πρόβλημα. Και αγγελιοφόρος ήμουν εγώ. Ήξερε σε ποιον ανήκε η πρωτοβουλία από το ύφος και τη γλώσσα τού υπομνήματος, αλλά και από τα όσα είχαν προηγηθεί. Άρχισε να χτυπάει το γραφείο του με το χέρι και να ωρύεται: «Έξω, να φύγετε, να φύγετε όλοι. Και πρώτος απ’ όλους να φύγεις εσύ.» Κοίταξα γύρω μου το θλιβερό θέαμα. Οι συνάδελφοί μου είχαν λουφάξει, αξιοθρήνητοι και με τα κεφάλια σκυμμένα, χωρίς θάρρος να αντιπαρατεθούν. Είχα φτάσει στον Ρουβίκωνα και έπρεπε να τον διαβώ. Ύψωσα τον τόνο της φωνής μου και είπα: «Μπορείτε να μιλάτε σε όλους έτσι, όχι όμως και σε μένα, γιατί σας έχω προσφέρει υπηρεσία και μάλιστα δωρεάν υπηρεσία. Λυπάμαι που σε αυτόν τον ενάμιση χρόνο δεν απέκτησα οργανική θέση, για να σας υποβάλω και επισήμως την παραίτησή μου. Αλλά έστω και εκ της μη υπαρχούσης θέσεως, αποχωρώ». Με ένα δυνατό τράβηγμα, του έκλεισα τη συρόμενη πόρτα κατάμουτρα. Απ’ τον πάταγο, νόμισα πως θα ξεριζωνόταν απ’ την κάσα της! Ήταν μεσημέρι της 31ης Δεκεμβρίου του 1974.
* ingrata patria : Αχάριστη πατρίδα. Από την ιστορική φράση του Σκιπίωνος του Αφρικανού: «Ingrata patria, ne ossa quidem mea habes».
Εκκένωση
Από την πρώτη κιόλας ημέρα του 1975 άρχισε η προετοιμασία για την αναπόφευκτη επιστροφή μου στην Αμερική. Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι ήταν η σωστή απόφαση, αν και ενδόμυχα επιθυμούσα να με καλέσει πίσω ο καθηγητής, έτσι σαν δικαίωση για τα όσα είχα προσφέρει. Βαθιά μέσα μου, ωστόσο, ήξερα πως κάτι τέτοιο θα διαιώνιζε το πρόβλημα. Γυρίζοντας στην Κλινική δεν θα έπαυα να είμαι όμηρος της ευμένειας ή της δυσμένειας του καθηγητή, ανάλογα με τη διάθεσή του. Από την άλλη, δεν ήμουν εκπαιδευμένος στην καρδιοχειρουργική με τα αμερικανικά μέτρα, ώστε να μπορώ να σταθώ στα πόδια μου σε κάποιο άλλο νοσοκομείο. Μία και μόνη ήταν η λύση: επιστροφή στην Αμερική, εκπαίδευση στο ανελέητο σύστημα της Residency και μακρόπνοη παραμονή. Ίσως και για πάντα…
Συζητούσαμε με τον Jake και τη Bev για το Houston, όταν ένα τηλεφώνημα της Margaret από την Ελλάδα ανέτρεψε τα πάντα : «Μη χάνεις τον καιρό σου με το Fellowship, γιατί τότε θα πρέπει να ξαναγυρίσεις σύντομα στην Ελλάδα. Μόνη λύση είναι η Residency, για να πάρεις τα Boards που θα σου εξασφαλίσουν την παραμονή σου στην Αμερική, για όσο καιρό χρειάζεται.» Αυτές ήταν οι σκέψεις μου στο αεροπλάνο επιστρέφοντας στη Βοστώνη, όπου συνάντησα τους Καψάληδες. Το απόγευμα που με πήγαιναν στο αεροδρόμιο, κάναμε μια μικρή στάση στο σπίτι του φίλου μου Άλκη Μιχάλη. Τέλειωνε Chief Resident στο Boston University και θα πήγαινε στο Michigan για καρδιοχειρουργική. Αφού του είπα τα νέα μου, χαιρετηθήκαμε και βγήκαμε στο κεφαλόσκαλο. Εκεί, σαν αστραπή, πέρασε η σκέψη απ’ το μυαλό μου και ρώτησα τον Άλκη αν υπήρχε θέση στο εκπαιδευτικό του πρόγραμμα. Κατάλαβε αμέσως την ουσία του προβλήματος και προθυμοποιήθηκε να ρωτήσει τον Διευθυντή Εκπαίδευσης, επισημαίνοντάς μου πως ήταν ήδη αργά για να βρεθεί θέση για τον Ιούλιο. Χαιρετηθήκαμε, μπήκα στο αυτοκίνητο και το επόμενο μεσημέρι ήμουν στην Αθήνα.
Οι μήνες της άνοιξης του ’75 πέρασαν αργά και βασανιστικά, με καθημερινή μελέτη και μύριες στερήσεις. Μεγάλωνε και η αγωνία μου γιατί δεν είχα νέα από τον Διευθυντή Εκπαίδευσης του Boston University, μέχρι τις αρχές Μαΐου που ήρθε το πολυπόθητο τηλεγράφημα. Mου προσέφεραν θέση τριτοετούς Resident, πράγμα που σήμαινε ότι θα συμπλήρωνα την ειδίκευσή μου με τρία έτη εκπαίδευσης, δουλεύοντας την τελευταία χρονιά ως Chief Resident. Ζητούσαν άμεση απάντηση, με «yes or no» και φυσικά τηλεγράφησα «Yes!» με την ενθάρρυνση της Margaret, όταν δήλωσε πολύ απλά και αποφασιστικά: «Πάμε στην Αμερική να πάρεις σωστή εκπαίδευση και θα σε στηρίξω με κάθε δυνατό τρόπο.»
Έφτασε η ημέρα της αναχώρησης από το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Ήταν μαζεμένοι όλοι οι φίλοι για να με αποχαιρετήσουν. Προσπαθούσα να φανώ γενναίος, αλλά είχα το φαρμάκι στο στόμα, γιατί πραγματικά δεν ήθελα να φύγω. Λίγο πριν μπω στο αεροπλάνο, ο παιδικός μου φίλος Αντωνάκης Χατζηκωνσταντής, ο «ναύαρχος», μου ’δωσε ένα σημαιάκι για να μην ξεχνάω πως είμαι Έλληνας. Με βοήθησε να διαφυλάξω την ελληνικότητά μου και το ελληνικό μου διαβατήριο, μέχρι που ξαναγύρισα στην Ελλάδα το 1996. Το κρατάω με τα κειμήλιά μου.