Οι Ρίζες
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο πατέρας μου, ο Αλέκος Αλιβιζάτος και η μητέρα μου, η Τασία Ζερβού, δεν χρησιμοποιούσαν τα εύηχα πραγματικά τους ονόματα Αλέξανδρος και Αναστασία. Οι γονείς μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Κεφαλονιά. Ο παππούς, γιος εμπόρου και κτηματία, ήταν ο πρώτος στην οικογένεια που σπούδασε πηγαίνοντας στη Νάπολη της Ιταλίας. Τέλειωσε την Ιατρική το 1881 και το δίπλωμά του είχε ως προμετωπίδα τον Umberto Primo, βασιλιά της Ιταλίας. Η προγιαγιά μου, επίσης επτανησιακής καταγωγής, είχε το «ελληνικότατο» όνομα Βαλιέρη (Valieri). Δεν γνώρισα τον παππού που πέθανε πολύ πριν γεννηθώ, η γιαγιά όμως ζούσε στα πρώτα χρόνια της Κατοχής και τη θυμάμαι αμυδρά. Κοντή, σκυφτή και άσχημη, με μια μεγάλη ελιά στο πρόσωπο. Ήταν μορφωμένη, με αλύπητα σαρκαστικό πνεύμα που δε χάριζε σε κανένα, ούτε στα παιδια της. Όλα εξηγούνται βέβαια από μία δαγεροτυπία τής μητέρας της και προγιαγιάς μου. Ο θηλυκός Machiavelli, αν υπήρχε, θα είχε σίγουρα τα χαρακτηριστικά της: χωρίστρα στη μέση, μάτια σαν αναμμένα κάρβουνα και την ανελέητη έκφραση αναγεννησιακού πρίγκιπα.
Η εντυπωσιακή προγιαγιά Βαλιέρη
σε δαγεροτυπία της εποχής.
Ο πατέρας μου, αρχές του ’30, στην εφημερίδα.
Ο πατέρας μου ήταν πρότυπο μαθητή, με ασυνήθιστη ευφυΐα, απέραντη ικανότητα για μάθηση και πληθωρική δραστηριότητα. Ένας ρομαντικός του 19ου αιώνα που είχε την ατυχία να ζήσει στον 20ό. Ο συναισθηματισμός και η εντιμότητα επικρατούσαν έναντι του συμφέροντός του. Βαθύτατα ανθρωπιστής και δημοκρατικός, έλεγε πως θα μιλούσε το ίδιο άνετα με τον βασιλιά, αλλά και με τον τελευταίο ζητιάνο. Η υποθήκη του διαχρονική και ανεξίτηλη: «Στην Ελλάδα, κι αν ακόμα δεν καταφέρεις κάτι, το γεγονός και μόνο πως πήγες αντίθετα στο ρεύμα, σημαίνει πως κατάφερες πολλά». Σ’ αυτήν τη φράση συνοψίζεται η φιλοσοφία του και δίνεται μια εξήγηση στο γιατί ματαιώθηκαν οι ελπίδες όλων για το μέλλον του που προοιωνιζόταν λαμπρό. Ενώ έφτανε πολύ κοντά στην επιτυχία, δίσταζε την τελευταία στιγμή, γιατί του έλειπε η πέρα από τις πεποιθήσεις του ανάλγητη αποφασιστικότητα, το killer instinct των Αγγλοσαξόνων. Ποτέ δεν ξέχασα τον σπαραγμό ψυχής της εξομολόγησής του.
Μετά το 1947 εργάστηκε στο Υπουργείο Τύπου ως υπεύθυνος για την «Ἑβδομαδιαία Ἀνασκόπηση», το δελτίο με τα γεγονότα του ελλαδικού χώρου, που μοιραζόταν στις πρεσβείες μας και στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού. Στην περίοδο του Κυπριακού, πρώτος αυτός καταχώρησε τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος που διεξήγαγε ο Μακάριος, ενώ η επίσημη ελληνική Κυβέρνηση τα «αγνοούσε» για να μη δυσαρεστηθούν οι Άγγλοι «σύμμαχοι». Το «Δελτίο» συνεχίστηκε μέχρι τον ερχομό των Συνταγματαρχών, οπότε και διακόπηκε οριστικά.
Η μητέρα μου, χωρίς να είναι όμορφη, είχε τύπο. Φινετσάτη κι αεράτη ξεχώριζε με το φωτεινό της πρόσωπο, τα μεγάλα ονειροπόλα μάτια, γεμάτα γλύκα και τρυφερότητα, και το μαλλί παράξενα χτενισμένο προς τη μια πλευρά. Καλοσύνη και καρτερία, απέραντο κι αστείρευτο ενδιαφέρον για όλους. Δεν έχανε ποτέ την υπομονή και την πίστη της, παρά τις αντιξοότητες. Προπαντός δεν έχασε ποτέ το όραμα πως μια ημέρα ο γιος της θα γινόταν αντάξιος των διάσημων θείων του και πως κάθε θυσία ήταν δικαιολογημένη για την πραγματοποίησή του. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί όταν άκουγε για τις εκτελέσεις των ομήρων από τους Γερμανούς κι έβγαζε από το ίδιο της το πιάτο, φασολάδα ή φακές, για «τα καημένα τα παιδάκια» που πεινασμένα χτυπούσαν την πόρτα, ξυπόλυτα και κουρεμένα γουλί για τις ψείρες.
Τελικά, η πίστη της μητέρας μου πως έπρεπε να σπουδάσω και να διακριθώ, αποδείχθηκε ατράνταχτη. Κάποτε η θεία Τασία τής υπέδειξε ευγενικά πως τελειώνοντας το Γυμνάσιο, ίσως θα έπρεπε να εργαστώ σε κάποια Τράπεζα, αφού δεν επέτρεπαν περισσότερα τα οικονομικά του σπιτιού. Μέχρι τότε η σχέση τους ήταν εγκάρδια, σ’ αυτό όμως αντέδρασε σαν λέαινα: «Τασία, αν πρόκειται να ξαναπείς κάτι τέτοιο, θα σε παρακαλέσω να μην ξανάρθεις στο σπίτι. Ο Πέτρος θα σπουδάσει, όπως οι θείοι του.» Αξιοπρεπής και εύθικτη, η θεία Τασία “το κράτησε”, δεν ξανάρθε παρά μόνο όταν πια τέλειωνα το Πανεπιστήμιο.
Η μητέρα μου στην Κεφαλονιά.
Ο Θείος Γεράσιμος
Γεράσιμος Π. Αλιβιζάτος.
(ο θείος Γεράσιμος)
Πρωτότοκος γιος του παππού Πέτρου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αργοστόλι. Από τις φωτογραφίες τους βλέπεις πως είχε τα φυσικά γνωρίσματα του πατέρα του: μέτριο ανάστημα, μεγάλο κεφάλι χωμένο στο στήθος και αρκετή κοιλιά. Το δέρμα του ήταν αφράτο και τα μάγουλά του ροδαλά, όμως το εντυπωσιακό του γνώρισμα ήταν τα μάτια του: πεντακάθαρα μπλε, με βλέμμα σταθερό, ερευνητικό και απόλυτα ήρεμο. Η μητέρα μου κάποτε σχολίασε εύστοχα: «Ο Γεράσιμος σε κοιτάει με την αθωότητα ενός βρέφους.» Αυτή η παρατήρηση άρμοζε και στην όλη του υπόσταση. Απόλυτα έντιμος και μέχρις ωμότητας ειλικρινής, είχε λίγους παθιασμένους φίλους και πάμπολλους μικρόψυχους εχθρούς.
Ο θείος Γεράσιμος ή Γερασιμάκης, στα κεφαλονίτικα, ήταν πολυσχιδής προσωπικότητα. Διεθνώς αναγνωρισμένος υγιεινολόγος, δημιουργός εμβολίου κατά της λύσσας, με πρωτοποριακές παρατηρήσεις στην αντιβίωση πριν από τον Fleming, Πρόεδρος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ήταν βαθύτατα εγκυκλοπαιδικός, φιλόμουσος και φιλίστωρ. Διακρινόταν για τη συγγραφική του δεινότητα, επιστημονική, ιστορική και λογοτεχνική που περιελάμβανε ακόμα και θεατρικά έργα.
Ο Γεράσιμος Αλιβιζάτος ήταν πρώτα απ’ όλα Δάσκαλος. Τα μαθήματά του στο αμφιθέατρο είχαν αθρόα προσέλευση, ώστε να υπάρχουν και όρθιοι. Προηγείτο όμως το show μεταξύ καθηγητή και φοιτητών, όπως του θηριοδαμαστή με τα θηρία. Μόλις έβγαινε από το Εργαστήριο Υγιεινής, απέναντι απ’ το αμφιθέατρο, κρεμασμένοι οι τσιλιαδόροι στα παράθυρα έδιναν το σύνθημα «έρχεται» κι όλοι έτρεχαν να πάρουν τις θέσεις τους, κραυγάζοντας «Αλής, Αλής», το παρατσούκλι του. Ο Γερασιμάκης έμπαινε θριαμβευτικά σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας στο Κολοσσαίο, ενώ το αμφιθέατρο ξεσπούσε σε ιαχές, χειροκροτήματα και ποδοκροτήματα. Καλπάζοντας σαν πολεμικό άτι έκανε μια στροφή γύρω από την έδρα κι ερχόταν μπροστά στο πλήθος με τα μάτια κλειστά και εμφανή στο πρόσωπο την απόλυτη αγαλλίαση για την υποδοχή. Περίμενε λίγο, μήπως και κοπάσει ο θόρυβος. Φυσικά, η χλαπαταγή συνεχιζόταν, οπότε με το δεξί χέρι έκανε μια κίνηση σαν του μαέστρου για την έναρξη της συναυλίας. Η οχλαγωγία και πάλι δεν κόπαζε. Ούτε η δεύτερη παρόμοια χειρονομία έφερνε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Άνοιγε τότε τα μάτια, δήθεν κατάπληκτος και κοίταζε το ακροατήριο για την «αναίδειά» του. Στο σημείο αυτό και ενώ η φασαρία συνεχιζόταν, έλεγε μια και μόνη λέξη: «Σκασμός» και ως δια μαγείας επικρατούσε η απόλυτη σιωπή!
Το ηθικό ανάστημα και η ασυμβίβαστη φύση του αναδεικνύονται στον γνωστό στους μαθητές του Πρόλογο του συγγράμματός του «Μνημόνιον Ὑγιεινῆς». Όπως έλεγε: «Το Μνημόνιο θα ξεπεραστεί από τα νεώτερα δεδομένα, όμως ο Πρόλογος θα έχει διαχρονική αξία.» Επίκαιρα τα σχόλιά του για την τότε πραγματικότητα: «Αν το γελοίον εφόνευεν εν Ελλάδι, τότε θα απεδεκατίζετο ο πληθυσμός.» Και, για την προχειρότητα με την οποία συντάσσονται τα έγγραφά μας: «Ο Έλλην μισεί το γραπτό του, γι’ αυτό και δεν το ξαναδιαβάζει πριν το στείλει.» Τέλος, για την εκπαίδευση: «Το σχολείον διδάσκει ανάγνωσιν και ανορθόγραφον γραφήν!»
Τον είδα για τελευταία φορά τον Ιούνιο του ’75, φεύγοντας ξανά για την Αμερική με σχέδια πολύχρονης και πιθανά οριστικής εγκατάστασης. Είπα πως ερχόμουν να τον αποχαιρετήσω και στυλώνοντας πάνω μου εκείνα τα καθάρια μπλε μάτια είπε: «Πέτρο, πάντα να θυμάσαι ότι “πατρός καί μητρός καί τῶν ἄλλων προγόνων, πάντων ἁγιώτερον καί τιμιώτερον ἐστί ἡ πατρίς”. Πήγαινε τώρα, δεν έχεις άλλη επιλογή, αλλά να γυρίσεις.»
Μου πήρε είκοσι χρόνια για να εκπληρώσω την επιθυμία του.
Οι θείες
Η θεία Κάτε, ξερακιανή, αριστοκρατική και απόμακρη, με υπέροχα πράσινα μάτια, ήταν θα έλεγες βγαλμένη από ρομαντικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Είχε σπουδάσει πιάνο με τη Lina von Lottner. Βαθύτατα συναισθηματική, περίμενε σ’ όλη της τη ζωή τον μεγάλο έρωτα που δεν ήρθε ή κι αν ήρθε, προσπέρασε. Στα χρόνια του Πανεπιστημίου η θεία Κάτε συμμεριζόταν τις αγωνίες μου και συνέπασχε. Δεν υπήρξε παραμονή εξετάσεων χωρίς να έρθει στο σπίτι με την κλασσική της σοκολάτα «για τη νύχτα». Όταν επιτέλους τέλειωσα και το τελευταίο μάθημα, την Παιδιατρική, θυμάμαι ότι έκλαψε και αγκαλιάζοντάς με είπε: «Να ’σαι ευτυχισμένος!»
Η θεία Φωφώ ήταν ο αντίποδας. Καστανή, μετρίου αναστήματος και
καλοσχηματισμένη. Είχε το σπάνιο προσόν που λανθασμένα αποκαλούμε «κοινόν νοῦν». Έβλεπε καθαρά, χωρίς τον συναισθηματισμό τού πατέρα μου ή τον φανατισμό τής μητέρας μου «να γίνω κάτι». Όταν η απόπειρα να γυρίσω στην Ελλάδα, το 1973, κατέληξε σε ρήξη με το κατεστημένο τού Ιπποκρατείου, ήταν η μόνη που κατάλαβε πως δεν υπήρχε πιθανότητα συμβιβασμού. Αγόρασε ένα εισιτήριο μονής κατεύθυνσης για την Αμερική και μου ’δωσε και τριακόσια δολάρια για τα πρώτα μου έξοδα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την προτροπή της: «Κοίταξε να εκπαιδευτείς τόσο καλά, ώστε την επόμενη φορά που θα γυρίσεις, να μη μπορεί κανείς να σε διώξει.» Την υποθήκη ξεπλήρωσα στο ακέραιο με την πορεία μου στο Ωνάσειο.
Η πιανίστα θεία Κάτε, αδελφή του πατέρα μου.
Η θεία Φωφώ, αδελφή της μητέρας μου.
Ο κύριος Ιωάννης Νικόπουλος
Γόνος πατρινής οικογένειας, είχε σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είχε αποκτήσει τεράστια εγκυκλοπαιδική και μαθηματική μόρφωση εντρυφώντας σε κλασσικά συγγράμματα.
Είχε θυσιάσει τα νιάτα του στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Το 1916 απάντησε στο προσκλητήριο του Ελευθερίου Βενιζέλου και ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου κατετάγη στον στρατό της «Άμυνας».
Στη Μικρά Ασία υπηρέτησε στην περίφημη μεραρχία «Αρχιπελάγους», που μαζί με το «5/42» του Πλαστήρα υποχώρησαν το ’22 πολεμώντας σπιθαμή προς σπιθαμή και δίνοντας χρόνο στους φυγάδες και στον άμαχο πληθυσμό να σωθούν στα παράλια. Είχαν φτάσει σε κάποιον παραπόταμο του Σαγγαρίου κι ενώ οι Τούρκοι έβαλαν από την ανατολική όχθη, ο Νικόπουλος κι οι άντρες του πέρασαν το νερό και βγήκαν στην αντίπερα. Μόλις τα ’χαν καταφέρει, όταν άκουσε ένα φαντάρο του χτυπημένο στην κοιλιά και ακόμα μέσα στο νερό, να τον ικετεύει: «Μη με αφήσεις κύριε λοχαγέ στα χέρια τους.» Χωρίς δισταγμό ο Νικόπουλος ξαναμπήκε στο νερό και ηράκλειος όπως ήταν, σήκωσε τον φαντάρο στους ώμους του. Εκεί γνώρισε, όπως έλεγε, «την υπ’ αριθμόν δύο αρετή των Ελλήνων, να πυροβολούν τον αξιωματικό τους πισώπλατα.» Οι φαντάροι του προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν για να το βάλουν στα πόδια! Τελικά, κατάφερε να βγει σώος και ν’ αποκαταστήσει την πειθαρχία με το πιστόλι και το μαστίγιο στο χέρι. Σε σχετική στημένη ερώτηση του πατέρα μου: «Και ποιά είναι η υπ’ αριθμόν ένα αρετή των Ελλήνων, Ιωάννη;» απαντούσε αδίστακτα: «Ο φθόνος, Αλέκο, ο φθόνος.»
Όμως η πικρία δεν σκότιζε την οξυδέρκειά του. Ένα σημαδιακό Σαββατόβραδο, στο σπίτι μας, όταν ήμουν φοιτητής, αυτός κι εγώ ήμασταν μόνοι στην τραπεζαρία περιμένοντας τον πατέρα μου να έρθει για τον καφέ τους. Ξαφνικά, γύρισε ο Νικόπουλος και είπε: «Αν εσύ, όπως πιστεύω, είσαι ευθύς και τίμιος άνθρωπος, θα αναγκαστείς να ξενιτευτείς. Θα φύγεις από την Ελλάδα, γιατί δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσεις σε αυτήν τη χώρα. Επομένως, θα ζήσεις στην αλλοδαπή και δεν σου λέω να μην αγαπάς την Ελλάδα, αγάπα την, αλλά φεύγε τους Έλληνες, με την αρχαία έννοια της λέξεως φεύγε.» Ένοιωσα πραγματική ανατριχίλα, διαισθάνθηκα τη ρήση του ως προφητεία…
Κάποιο απόγευμα πήρε το λεωφορείο για τη Λούτσα, μπήκε στο νερό κι ενώ ήξερε κολύμπι κατάφερε να αυτοκτονήσει δια πνιγμού. Δεν είχε συγγενείς και φοβάμαι πως τα οστά του θα πετάχτηκαν αργότερα, κάπου. Μόνη παρηγοριά το «ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος…».
H οδός Κεφαλληνίας – Η Κατοχή
Γνώρισα τον κόσμο από τον τρίτο όροφο της γωνιακής πολυκατοικίας Φυλής και Κεφαλληνίας 80 που τότε δέσποζε των άλλων σπιτιών και που ακόμα υπάρχει.
Η οδός Κεφαλληνίας ήταν ένα αξιοσημείωτο και αύταρκες οικοσύστημα… Σε απόσταση διακοσίων μέτρων είχε όλα τα απαραίτητα: παντοπωλείο, φούρνο, τον κινηματογράφο «Άρη», μέχρι και οίκον απωλείας.
Μια από τις τελευταίες αμέριμνες προπολεμικές ημέρες, ο αδελφός τού πατέρα μου, ο θείος Παύλος, με πήγε στον τότε Βασιλικό Κήπο να δούμε από ψηλά τις αρκούδες που ζούσαν σ’ ένα περιτοιχισμένο χώρο. Λίγους μήνες αργότερα όταν ξαναπήγαμε στον Κήπο, κι αφού είχαν μπει οι Γερμανοί στην Αθήνα, δεν υπήρχαν πια αρκούδες. Όπως είπε μελαγχολικά η μητέρα μου «πέθαναν, γιατί δεν είχαν να φάνε…»
Στο ίδιο διάστημα, η πολυκατοικία μας έγινε το επίκεντρο της γειτονιάς. Ήταν η μόνη που διέθετε καταφύγιο. Τις νυχτερινές ώρες, οι Άγγλοι βομβάρδιζαν το λιμάνι του Πειραιά και μόλις ακουγόταν η σειρήνα ξεκινούσαμε όλοι για κάτω μαζί με τους ενοίκους από άλλα σπίτια της περιοχής. Απ’ έξω ακούγαμε τα ρυθμικά βαριά βήματα των γερμανικών περιπόλων, τις «ποδαρέλες» όπως τις είχα βαφτίσει. Φοβόμασταν περισσότερο τους Γερμανούς από τις βόμβες. Όσοι έχουν δει την ταινία «Schindler’s List», ίσως καταλάβουν πως νοιώθαμε.
Εκείνη την ώρα ανέβαινε ένα κάρο που έσερνε ένα τεράστιο ουγγαρέζικο άλογο μ’ ένα Ιταλό στρατιώτη γι’ αγωγιάτη. Για άγνωστο λόγο το ζώο είχε μουλαρώσει και δεν κουνιόταν παρά τις προτροπές και τα τραβήγματα του Ιταλού απ’ το καπίστρι. Σε λίγο άρχισε να μαζεύεται η μαρίδα και να κάνει καζούρα στον Ιταλό. Ξαφνικά, σταματάει μια μοτοσυκλέτα με το καλάθι δίπλα και κατεβαίνει ο Γερμανός οδηγός της. Χωρίς λέξη, αρχίζει να κλωτσάει ανελέητα το άλογο στην κοιλιά, με εκείνες τις μαύρες μπότες της Wehrmacht με τα καρφιά. Παγώσαμε, ενώ το κτήνος συνέχιζε να κλωτσάει λυσσασμένα το δυστυχισμένο ζώο. Τελικά, ο πόνος το ανάγκασε να περπατήσει κι έτσι τέλειωσε το απαίσιο επεισόδιο, αφήνοντάς μου από τότε την προκατάληψη για τη «χρωμοσωμική» αναλγησία της γερμανικής φυλής.
Ομαδική εκτέλεση από το Στρατό Κατοχής.
Απο το λεύκωμα του Φ. Δημητριάδη “Σκιά πάνω απ’ την Αθήνα”.
Η σύληση των Εβραϊκών κατοικιών.
Απο το λεύκωμα του Φ. Δημητριάδη “Σκιά πάνω απ’ την Αθήνα”.
Πέρασαν οι μήνες, πέρασαν τα χρόνια, με στερήσεις και με καθημερινή αγωνία για το λίγο φαγητό, με τη μητέρα μου να παίρνει βερεσέ απ’ τα μπακάλικα της γειτονιάς κι αυγά απ’ τον κουτσό Αρμένη, έχοντας πάντα την ανησυχία «μην πάθει η πολύτιμη υγεία μου».
Τέλος, ήρθε η Απελευθέρωση, στις 12 Οκτωβρίου του ’44. Αλησμόνητη ημέρα! Η είδηση πέρασε αστραπιαία, σαν ηλεκτρικό ρεύμα: «Έφυγαν οι Γερμανοί, έφυγαν οι Γερμανοί!» Οι φωνές, τα γέλια και η ευφορία του κόσμου ήταν απερίγραπτα. Βγήκαμε στο μπαλκόνι και το θέαμα ήταν απίστευτο! Όσο μπορούσε κανείς να δει προς τα πάνω την οδό Κεφαλληνίας, μέχρι την Πατησίων, παντού κρέμονταν ελληνικές σημαίες απαγορευμένες στη διάρκεια της Κατοχής. Μάλιστα, σ’ ένα-δυο μπαλκόνια κρέμονταν και αγγλικές σημαίες! Πού είχαν βρεθεί, ένας Θεός ήξερε. Αν είχαν ανακαλυφθεί νωρίτερα, οι κάτοχοί τους δεν θα είχαν επιζήσει για να δουν την Απελευθέρωση.
Ο Δεκέμβρης του ’44
Έχουμε κατά καιρούς ακούσει πως υπεύθυνη για το Κίνημα ήταν η δολοφονία αθώων διαδηλωτών του Ε.Α.Μ. στο Σύνταγμα, από οχυρωμένους στη Βουλή αστυνομικούς και Ταγματασφαλίτες. Δεν αμφισβητώ την αφορμή, όμως το κλίμα προϋπήρχε. Μύριζε μπαρούτι. Ήταν φανερό ακόμα και σ’ εμάς, τα παιδιά. Έτσι, προς το μεσημέρι της αξέχαστης εκείνης 3ης του Δεκέμβρη του ’44 είδαμε να παρατάσσεται μια διμοιρία τού ΕΛΑΣ στην απέναντι γωνία κάτω απ’ το σπίτι μας. Έστησαν ένα οπλοπολυβόλο σε τρίποδα στραμμένο στο Η΄ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδό Μαντώς Μαυρογένους, τέσσερα τετράγωνα παρακάτω, κι άρχισαν να βάλουν.
Η μάχη συνεχιζόταν αμείωτη, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας μεταλλικός γδούπος απ’ το πεζοδρόμιο. Τρέξαμε στο κλειστό πάντα μπροστινό παράθυρο και το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν φρικιαστικό. Πεσμένος ανάσκελα ήταν ένας νεαρός Ελασίτης, ο ξανθός τροφοδότης με την άσπρη πάνινη σακούλα περασμένη διαγώνια στον ώμο, μέσα σε μια λίμνη αίματος και το κράνος δίπλα του, στο πεζοδρόμιο. Ποτέ στη ζωή μου, ακόμα και την επαγγελματική, δεν είδα τόσο πολύ αίμα. Είχε πλημμυρήσει το πεζοδρόμιο, μέτρα ολόκληρα, γύρω απ’ το άψυχο κορμί.
Πριν όμως αποτραβηχτούμε στα πίσω δωμάτια για περισσότερη ασφάλεια, πήρα μια ακόμα συγκίνηση. Η κυρία Μίλκα, η «Κάρμεν» της γειτονιάς μας, ενώ συνεχιζόταν το τουφεκίδι, βγήκε θαρραλέα απ’ το σπίτι της. Με προτροπή της τα Ελασιτάκια σήκωσαν τον νεκρό τους σύντροφο και τον απέθεσαν ευλαβικά στο παράθυρο ενός ημιυπόγειου απέναντι από το σπίτι μας. Τον σκέπασε στοργικά με την κουβέρτα κι έφερε κι ένα καντηλάκι απ’ το σπίτι της, που έκαιγε όλη νύχτα δίπλα στο αιμόφυρτο κεφάλι. Μάθημα ανθρωπιάς από μια γυναίκα «ελαφρών ηθών».
Δεν ξέχασα ποτέ την κυρία Μίλκα κι ίσως απ’ αυτήν ξεκίνησε η κατανόησή μου για τις ζωηρές και τις αμφιλεγόμενες γυναίκες. Χρόνια αργότερα, πεμπτοετής της Ιατρικής, θα ξανασυναντούσα την κυρία Μίλκα. Ήμουν στο Εργαστήριο της Ιατροδικαστικής όταν την έφεραν για διαπίστωση αιτίας θανάτου, ίσως από δηλητηρίαση με χάπια, γιατί δεν έφερε εξωτερικές κακώσεις. Αν δεν έβλεπα το όνομα, δεν θα την αναγνώριζα. Η ζωή την είχε τσακίσει κι όλη η παλιά ομορφιά της είχε πετάξει. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, τα κιτρινισμένα και απεριποίητα δάχτυλά της απ’ το πολύ τσιγάρο. Κάτι γκρεμίστηκε μέσα μου εκείνη την ημέρα κλείνοντας συναισθηματικά το κεφάλαιο «οδός Κεφαλληνίας».
Ο Ελικών
Το Εκπαιδευτήριο διευθυνόταν από την κυρία Νικομάχη Σταυροπουλίδου, δασκάλα από τη Σμύρνη, που μαζί με τον άνδρα της ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και ξανάφτιαξαν το σχολείο που είχαν στη χαμένη πατρίδα.
Ο πατριωτισμός τού σχολείου εκφραζόταν με τον ύμνο που τραγουδούσαμε στις γιορτές:
«…ἁγνόν φυτώριον ἑλληνικόν,
νά δρέπῃς δάφνας, ὦ Ἑλικών…»
Μας ανέλαβαν από κοινού, ο κύριος Βορίτσης, ψηλός, ξερακιανός και μέγας θιασώτης της ποινής με τον χάρακα και η δεσποινίς Μαρίκα, στρουμπουλή, με τροφαντό στήθος, φοβερά συναισθηματική και «αγαπησιάρα» με τους μαθητές της. Στους δύο αυτούς δασκάλους οφείλω τη βασική μου παιδεία, γιατί ο καθένας με τον τρόπο του ήταν διαμάντι στη δουλειά του. Τότε πήρα τις σωστές βάσεις στην ελληνική γλώσσα και τότε καλλιεργήθηκε η ελληνική μου συνείδηση, χάρη στην κυρία Μαρίκα με τον φλογερό πατριωτισμό τής αλύτρωτης Ελληνίδας.
Πειραματικό
Το σχολείο βρισκόταν στη γωνία Σκουφά και Λυκαβηττού, σε κτίριο μοναδικό, με ευρύχωρες αίθουσες και μεγάλα τζαμωτά παράθυρα. Ιδρύθηκε το 1930 χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες του καθηγητή Παιδαγωγικής Νικολάου Εξαρχόπουλου.
Πασίδηλα τα προτερήματα αυτού του υποδειγματικού σχολείου! Μεταξύ άλλων, δεν υπήρχαν ταξικές διακρίσεις καθώς οι μαθητές ήταν επιτυχόντες δύσκολων εισαγωγικών εξετάσεων, με αποτέλεσμα να ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Επρόκειτο για ένα πετυχημένο εκπαιδευτικό πείραμα, αν κρίνει κανείς και μόνο από τους αποφοίτους και μετέπειτα δημόσιους άνδρες, που έχουν στελεχώσει τη ζωή της χώρας.
Η πιο σημαντική μου σχέση στο σχολείο ήταν με τον μέχρι σήμερα αδελφικό μου φίλο Μάρκο Γρηγορόπουλο, για μας Μάκη. Με τον Μάκη είχαμε πολλές ομοιότητες, αρχίζοντας από τις ηρωικές μέχρι αυτοθυσίας μανάδες μας. Η κυρία Λόπη ήταν τουλάχιστον ισάξια της δικής μου. Έμεινε χήρα όταν ο Μάκης ήταν δύο ετών κι ακόμα θυμάμαι την αγωνία, τις στερήσεις και τη φανατική φιλοδοξία της να τον δει να προκόβει.
Ίσως η ωραιότερη ανάμνηση του σχολείου μας να είναι η διδασκαλία της «Ἀντιγόνης» στο θέατρο των Δελφών, από την Ογδόη τάξη, τον Μάιο του ’53. Όλα ήταν τέλεια εκείνη την ημέρα, το υπέροχο δελφικό τοπίο, ο ανοιξιάτικος καιρός, τα αρχαία έδρανα όπου καθόμασταν, δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα, ακούγοντας τον αρχαίο λόγο. Προνομιούχοι χωρίς να το συνειδητοποιούμε, εμείς οι λίγοι, οι εκλεκτοί, οι μαθητές του καλύτερου σχολείου της χώρας. Και μόνο γι’ αυτήν την εμπειρία άξιζε να φοιτήσεις στο Πειραματικό!
Όμορφα τα χρόνια του Πειραματικού και δημιουργικά, με ελληνική παιδεία που διακρίνει τους πραγματικά καλλιεργημένους. Όλοι οι συμμαθητές μου χειρίζονται άψογα τη γλώσσα μας, κάτι που ιδιαίτερα χαίρομαι στις κατά καιρούς συνεστιάσεις μας.
Το Πειραματικό.
Ο ναός του Απόλλωνα, Δελφοί, 1953.
(Φωτογραφία του συγγραφέα).
Φοιτητής
Τα αποτελέσματα της Ιατρικής Αθηνών βγήκαν ανήμερα των Ταξιαρχών, 8 Νοεμβρίου του 1955. Είχα πετύχει τεσσαρακοστός έκτος στη σειρά, όχι ευκαταφρόνητο μέσα στη χιλιάδα των υποψηφίων που είχαν δώσει για τις διακόσιες θέσεις. Το μαντάτο μού το έφερε ο εξάδελφός μου Αλέκος, προσθέτοντας: «Κακομοίρη μου, από εδώ και πέρα γίνεσαι κι εσύ αχθοφόρος μεγάλου ονόματος.» Εννοούσε, φυσικά, ότι κι ο ίδιος έσκυβε κάτω από την επιβλητική σκιά του πατέρα του, του θείου Γεράσιμου. Την ίδια εκείνη ώρα, λοιπόν, πήρα την απόφαση ότι στο Πανεπιστήμιο θα είχα απλή συνωνυμία με την οικογένεια των καθηγητών, κάτι που κράτησα ώς το τέλος των σπουδών μου και δεν το μετάνιωσα. Τουλάχιστον απέφευγα τις κακόβουλες επικρίσεις και τις διαβολές ότι περνούσα με μέσον.
Δεύτερο έτος σήμαινε Ανατομείο κι εκεί φώλιαζε ο καθηγητής Αποστολάκης, που διοικούσε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως με ραφιναρισμένα σαδιστικές μεθόδους. Σκυφτός, φορώντας μονίμως μαύρα γυαλιά, σέρνοντας το ένα πόδι, ήταν είρων μέχρι σαρκασμού. Ο φόβος και ο τρόμος της Ιατρικής. Έπρεπε να μπαίνουμε σε μονή φάλαγγα, χωρίς να σέρνουμε τα πόδια μας και όχι σπάνια, από το κεφαλόσκαλο, η επιστάτης επέβαλε κοφτά την απόλυτη σιωπή!! Είναι ν’ απορεί κανείς πώς η φοιτητική μάζα, εξουθενωμένη από το τότε σύστημα εκπαίδευσης, είχε φτάσει σ’ αυτό το κατάντημα.
Υπήρχαν καθηγητές που κακώς κατείχαν τη θέση κι απλώς εξυπηρετούσαν την κοινωνική προβολή τους, χωρίς να προσφέρουν. Κάποτε μπήκε στο εργαστήριο ένας απ’ αυτούς κρατώντας σωληνάριο με κίτρινο υγρό και ρώτησε τους φοιτητές τι περιείχε. Ένας είπε διάλυμα πικρικού οξέος, άλλος διχρωμικού καλίου. «Όχι, όχι. Δεν μπορείτε να το μαντέψετε. Είναι τα ούρα τού διαδόχου Κωνσταντίνου.» Ήταν ο δικός του τρόπος για να πει ότι είχε γίνει αυλικός γιατρός! Υπήρχαν όμως και αξιόλογοι καθηγητές, που, λόγω των υψηλών τους απαιτήσεων, αποτελούσαν τα «εμπόδια» στην απόκτηση πτυχίου. Ο Μαλτέζος της Φυσιολογίας, ήταν καλός δάσκαλος. Ο Ελευθερίου της Παθολογικής Ανατομικής, ξερακιανός, λίγο μονότονος, αλλά αφοσιωμένος στη δουλειά του, ήταν επίσης πολύ καλός δάσκαλος. Ο σεβάσμιος Ιωακειμόγλου της Φαρμακολογίας, ο ευπατρίδης Πατρίκιος της Νευρολογίας/Ψυχιατρικής, όπως και ο Αλιβιζάτος της Υγιεινής, ήσαν διεθνείς διασημότητες. Τέλος, ο Χωρέμης της Παιδιατρικής, φιλόσοφος, ασκητικός και τρομερά αφοσιωμένος στη δουλειά του, αλλά μάλλον για τους λίγους που τον παρακολουθούσαν πιστά και ορκίζονταν στο όνομά του.
Αν συγκρίνω τα έξι χρόνια σπουδών στην Ιατρική με αυτά που είδα κι έμαθα αργότερα, θα έλεγα πως οι ουσιαστικές γνώσεις αποκτήθηκαν σε ελάχιστα Εργαστήρια και Κλινικές, που με το σωστό σύστημα θα μπορούσαν να συντμηθούν σε δύο-τρία χρόνια.
Πολεμικό Ναυτικό
Λαχανιασμένος, σαν κυνηγημένο αγρίμι, με δυο τσάντες στα χέρια πήδηξα κουτρουβαλώντας στο κατάστρωμα, ενώ το πλοίο έλυνε κάβους. Μόλις συνήλθα, παρουσιάστηκα στον Ύπαρχο και στη συνέχεια βγήκα στο κατάστρωμα προσπαθώντας αρχικά να περπατήσω και ύστερα να καταλάβω πώς κινείται όλος αυτός ο κόσμος. Γρήγορα ήρθα στα συγκαλά μου. Ξαφνικά το όνειρο του πατέρα μου, να γίνει αξιωματικός του Ναυτικού, ζωντάνευε μπροστά μου. Ήμουν πάνω σε πολεμικό καράβι με τις γκρίζες λαμαρίνες και τη χαρακτηριστική μυρωδιά της μπογιάς, με τα κανόνια υψωμένα, με τους τορπιλοβλητικούς σωλήνες και τις βόμβες βυθού έτοιμες στην πρύμνη. Το αντιτορπιλικό ανεβάζοντας ταχύτητα άρχισε να σκαμπανεβάζει στ’ αφρισμένα νερά του Κρητικού Πελάγους κάτω απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό.
Βρισκόμουν καθημερινά στη γέφυρα, απ’ το πρωί ώς το βράδυ, γεγονός που απέσπασε την αποδοχή και τη συμπάθεια των μόνιμων αξιωματικών οι οποίοι παραδοσιακά περιφρονούσαν τους έφεδρους και ιδιαίτερα τους γιατρούς – όχι άδικα! Το μεγαλύτερο κομπλιμέντο το εισέπραξα, όταν είπαν: «Εσύ, γιατρέ, έπρεπε να ήσουν μάχιμος αξιωματικός, σαν εμάς.»
Ο καιρός περνούσε γρήγορα κι έτσι ήρθε ο Ιούνιος του ’63 με τη δίκαιη προσμονή μετάθεσής μου σε νοσοκομείο, ύστερα από την υπηρεσία θαλάσσης. Το φύλλο πορείας μου ήταν για το Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιώς, το Ν.Ν.Π. Όσο πλησίαζε η ημέρα της μετάθεσης ένοιωθα περίεργα. Είχα πραγματικά αγαπήσει το πλοίο, την απόλυτη ελευθερία στη γέφυρα, ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα, όσο μακριά έφτανε το μάτι, με τη συντροφικότητα αξιωματικών και υπαξιωματικών, με την αψιά μυρωδιά τής μπογιάς και του γράσου.
Στό αντιτορπιλικό « Πάνθηρ », στό Κρητικό Πέλαγος (1963).
Πάσχα στον « Πάνθηρα ».
Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιώς
Διευθυντής του νοσοκομείου ήταν ο αντιπλοίαρχος Ιωάννης Β. Μπουντούρης, που έχαιρε εξαιρετικής φήμης ως ο αναμφισβήτητα πιο προικισμένος χειρουργός του Πολεμικού Ναυτικού, αλλά και ως διοικητικός. Από την πρώτη στιγμή μού έκανε εξαιρετική εντύπωση. Ήταν λεπτός, με γκρίζα μαλλιά και σχιστά μάτια που έκαναν την αυστηρή κατατομή του ελαφρά εξωτική, σαν Σλάβου ή Τατάρου. Απέπνεε ευφυΐα, σοβαρότητα και προπαντός σιγουριά. Του άρεσε να φοράει τη στολή του Ναυτικού, μπλε τσόχα με αστραφτερά χρυσά κουμπιά κι όχι την ανιαρή άσπρη ιατρική μπλούζα, ενώ το περπάτημά του, κομψό κι ευλύγιστο, είχε τον αέρα αιλουροειδούς. Όταν έκανε επίσκεψη ή επιθεώρηση, δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιος ήταν το αφεντικό του νοσοκομείου.
Δεν χρειαζόταν να είσαι ώριμος χειρουργός για να καταλάβεις πως ο Μπουντούρης ήταν πολύ περισσότερο από δεξιοτέχνης. Οι κινήσεις του ήταν αποθέωση σταθερότητας, ακρίβειας και λεπτότητας. Είχε κάτι το αριστοκρατικό στην κίνησή του, στον τρόπο που με απόλυτη άνεση έδενε κόμπους με το ένα χέρι, ενώ κρατούσε τα εργαλεία στο άλλο. Η ψυχραιμία του, η απόλυτη κυριαρχία στο πάντα στεγνό, χωρίς αίματα, χειρουργικό πεδίο προκαλούσαν εντύπωση. Κάθε κίνησή του ήταν παραγωγική, έφερνε αποτέλεσμα και ποτέ δεν ξαναγύριζε στο σημείο απ’ όπου είχε περάσει. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για τη χειρουργική επιδεξιότητα και τη φινέτσα του. Παρά τη μαθητεία μου κοντά σε μεγάλους χειρουργούς στις επόμενες δεκαετίες, ομολογώ πως την ευγένεια, τη λεπτότητα κινήσεων και τον σεβασμό στους ιστούς που επεδείκνυε ο Μπουντούρης, δεν τα συνάντησα παρά μόνο στον ημίθεο της Καρδιοχειρουργικής, Denton Cooley, όταν τον επισκέφθηκα στο Houston. Άπειρες φορές έχω σκεφτεί πως αν ο Γιάννης Μπουντούρης είχε γεννηθεί σε άλλη χώρα, ασφαλώς και θα είχε αναδειχθεί σε κορυφαίο όνομα της χειρουργικής του 20ού αιώνα.
Ο Μπουντούρης λάτρευε το αμερικανικό ήθος της σκληρής εργασίας, της συνέπειας και της αξιοκρατίας και δεν έπαυε να τονίζει πως όσοι πραγματικά ήθελαν να προκόψουν, έπρεπε να πάνε στην Αμερική. Επανειλημμένα μου έλεγε: «Κύριε Αλιβιζάτε μου, εσείς πρέπει να φύγετε στο εξωτερικό. Βεβαίως καλή είναι και η Αγγλία, δεν λέω, αλλά εκεί που πραγματικά θα αναδειχθείτε, εκεί που θα λάμψετε, είναι η Αμερική, γιατί μόνον η Αμερική σέβεται και αναγνωρίζει τη σκληρή εργασία.»
Έτσι, ήρθε ο Μάρτιος του 1965 και ξανάζησα τις ημέρες του αντιτορπιλικού, μετρώντας με θλίψη την κάθε ώρα που έφευγε. Ήξερα πως τέλειωνε και πάλι μια ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου. Αυτή τη φορά είχα και την ικανοποίηση πως ό,τι μάθαινα ήταν βασισμένο σε σωστές αρχές, δίπλα σε ένα προικισμένο δάσκαλο. Ευτυχώς, αξιώθηκα πολύ αργότερα να του δείξω τα αισθήματά μου και να του παρασταθώ, όσο μπορούσα, στις τελευταίες ημέρες της μοναξιάς του. Κάποτε μου εκμυστηρεύτηκε: «Μόνον οι θεοί και τα θηρία ζουν μόνα τους, κι εγώ δεν είμαι ούτε το ένα, ούτε το άλλο.»
Ιωάννης Β. Μπουντούρης, Αντιπλοίαρχος Π.Ν.
Ο χαρισματικός πρώτος μου δάσκαλος.
Με τον Διευθυντή του Ν.Ν.Π. Αντιπλοίαρχο Ι.Β. Μπουντούρη.
Στο χειρουργείο του Ν.Ν.Π. με τον Τμηματάρχη Γ. Διάφα.
Πολυκλινική Αθηνών
Πολυκλινική Αθηνών
Ιδρύθηκε το 1903 από τους αδελφούς Νικόλαο και Ανδρέα Αλιβιζάτο, πρώτα ξαδέλφια του πατέρα μου. Είχε έρθει να καλύψει τις ανάγκες της φτωχολογιάς σε μία εποχή που υπήρχαν τρία μόνο δημόσια νοσοκομεία: ο Ευαγγελισμός, το Δημοτικόν και το Στρατιωτικόν, και χρειαζόταν ένα ημερομίσθιο για να πληρωθεί μια ιδιωτική ιατρική επίσκεψη. Το καταστατικό της προέβλεπε όχι μόνο δωρεάν ιατρική περίθαλψη, αλλά και δωρεάν φάρμακα στους απόρους ασθενείς «ανεξαρτήτως εθνικότητος και θρησκεύματος».
Το Χειρουργικό ήταν οργανωμένο στα πρότυπα της γαλλικής σχολής, όπου οι εσωτερικοί βοηθοί ζούσαν συνεχώς μέσα κι ήταν διαθέσιμοι μέρα-νύχτα, υπεύθυνοι για τα πιο ετερόκλητα θέματα, ακόμα και για το αν υπήρχαν έτοιμες βρασμένες σύριγγες! Ήταν ο εύκολος τρόπος για να αντισταθμίζονται οι ελλείψεις σε πεπειραμένο νοσηλευτικό προσωπικό. Το διηύθυνε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Αλιβιζάτος, ο οποίος τις μισές ημέρες εργαζόταν στην Πολυκλινική και τις υπόλοιπες στο Ιπποκράτειο, στην έδρα του της Προπαιδευτικής Χειρουργικής Κλινικής.
Τα καρδιοχειρουργικά περιστατικά, καθώς και άλλα, της γενικής χειρουργικής, αναλάμβανε ο υφηγητής Νίκος Οικονόμος, σπουδασμένος σε διάσημα κέντρα της Γαλλίας, όπως και ο αδελφός του Δώρος, Διευθυντής του Νευροχειρουργικού. Τα Οικονομάκια, όπως τους αποκαλούσαν, ήταν πρωτοπόροι στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 φέρνοντας τεχνικές άγνωστες τότε στη χώρα μας. Ήτανε γιοι τού καθηγητή Ουρολογίας Σπύρου Οικονόμου που για χρόνια διηύθυνε το ανάλογο Τμήμα του νοσοκομείου.
Υπήρχαν δυο ειδών καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Οι «κλειστές», με τομή στον αριστερό θώρακα και άμεση προσπέλαση στη μιτροειδή βαλβίδα, πήγαιναν καλά. Οι άλλες, της «ανοιχτής καρδιάς» με χρήση εξωσωματικής κυκλοφορίας, είχαν προβλήματα. Το πρώτο και κυριότερο ήταν η ελλιπής διάγνωση. Δεν είχαμε Αιμοδυναμικό Εργαστήριο, επομένως η διάγνωση γινόταν κλινικά, με το ακουστικό, την ακτινογραφία θώρακος και το ηλεκτροκαρδιογράφημα, τελείως ανεπαρκή για να οδηγηθεί ο ασθενής στο χειρουργείο. Έτσι, όχι σπάνια, τα ευρήματα στο τραπέζι ήταν τελείως διαφορετικά απ’ αυτά που περιμέναμε και τότε, μοιραία, έπρεπε ο χειρουργός να αυτοσχεδιάσει και γρήγορα, γιατί η εξωσωματική κάθε άλλο παρά ασφαλής ήταν.
Το Παθολογικό/Ενδοκρινολογικό, αντίθετα, λειτουργούσε με αμερικανικές προδιαγραφές υπό τον διευθυντή Τζων Αλιβιζάτο, πρωτοπόρο της Ενδοκρινολογίας στην Ελλάδα. Υπήρχε αυστηρό σύστημα, λεπτομερή ιστορικά, ορισμένη ώρα επίσκεψης στους θαλάμους και άριστο αρχείο, χωρίς όμοιό του στα τότε νοσοκομεία.
Δύο συνάδελφοι και φίλοι στην Πολυκλινική επηρέασαν τη μετέπειτα εξέλιξή μου. Ο Θανάσης Κωνσταντινίδης, καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος. Ο Θανάσης ήταν αφοσιωμένος μέχρις αυτοθυσίας στη δουλειά του. Απ’ αυτόν έμαθα κάτι ανεκτίμητο: τη σημασία που έχει να λες τη γνώμη σου, ιδίως υπό καθεστώς τρόμου και καταπίεσης, γιατί έτσι εμψυχώνονται κι άλλοι για ν’ αντισταθούν
Ο άλλος, επίσης μεγαλύτερός μου, ήταν ο πολύ σημαντικός για μένα Σωτήρης Μαντούδης. Ο Σωτήρης ήταν εκείνος που με βοήθησε αργότερα να ξεκινήσω στην Αγγλία.
Συνοψίζοντας τα δύο αυτά χρόνια διακρίνω τρία μεγάλα οφέλη. Πρώτο, να μένω καθηλωμένος δίπλα στον άρρωστο μέρα-νύχτα, γεγονός που με αποστέρησε από δραστηριότητες έρευνας και συγγραφής, όμως μ’ έκανε καλό κλινικό γιατρό. Δεύτερο, κόλλησα το μικρόβιο της καρδιοχειρουργικής, συνειδητοποιώντας συνάμα πως η δουλειά αυτή απαιτούσε οργάνωση και δεν ήταν έργο ενός μόνου ανδρός. Τρίτο, γλύτωσα από τον βραχνά τής διατριβής και τα απαραίτητα παρακάλια σε κάποιον καθηγητή για να μου δώσει το «θέμα».
Ιπποκράτειο
Ιπποκράτειο
Στις αρχές Μαρτίου του ’67 μετακινήθηκα στην Πανεπιστημιακή Κλινική τού Ιπποκρατείου που διηύθυνε ο Κωνσταντίνος Αλιβιζάτος. Οι ώρες της εφημερίας όμως ατελείωτες και η κόπωση ακαταμάχητη. Μερικοί κοιμόντουσαν σ’ αδειανό κρεβάτι στον θάλαμο των ασθενών, άλλοι στους κοιτώνες των γιατρών, που όμως ήταν μακριά απ’ τα χειρουργεία κι έτσι έχαναν την ευκαιρία ν’ αρπάξουν το περιστατικό. Βρήκα, λοιπόν, ότι ο καλύτερος τρόπος ήταν να απλώνω ένα σεντόνι πάνω στο ξύλινο ντουλάπι του διαδρόμου του χειρουργείου, οπότε όταν τσουλούσαν τον άρρωστο για την αίθουσα, αναγκαστικά περνούσαν από μπροστά μου και τότε πετιόμουν όρθιος. Εκεί κατάλαβα τη σημασία της αντοχής, να βγαίνεις μπροστά απ’ τον κουρασμένο ανταγωνιστή σου, καθώς και ότι στη χειρουργική υπάρχει το στοιχείο της «κλοπής».
Το μεγάλο μάθημα που πήρα από τον καθηγητή Αλιβιζάτο ήταν πως η επιτυχία τού Δασκάλου δεν είναι μόνο το ταλέντο, αλλά και η ικανότητα να συγκεντρώνει επιτελείο και να μοιράζει δουλειά στους υφισταμένους του.
Έχοντας, λοιπόν, το χαρτί της ειδικότητας στην τσέπη, αποφάσισα πως ήταν καιρός ν’ ασχοληθώ σοβαρά με το όνειρο της Αμερικής. Μάζεψα πληροφορίες για τον διαγωνισμό που έπρεπε να δώσω, τον λεγόμενο «E.C.F.M.G.», χωρίς τον οποίο δεν σου επιτρέπουν να αγγίξεις άρρωστο, πολύ περισσότερο δε να μπεις σε χειρουργείο.
Υπήρχε όμως κι άλλη αβεβαιότητα: πολύ νωρίς διαπίστωσα πως τα συμβόλαια στην Αμερική άρχιζαν από 1ης Ιουλίου, επομένως υπήρχε πρόβλημα για το τι θα έκανα μέχρι τότε, κι αν ακόμα περνούσα τις εξετάσεις. Εδώ βρέθηκε, ως από μηχανής θεός, ο Σωτήρης. Είχε ήδη πάει στην Αγγλία, όπου είχε προσληφθεί στο γνωστό νοσοκομείο Hammersmith. Συνέλαβε, λοιπόν, ο Σωτήρης το σχέδιο, μήπως θα μπορούσα να κάνω ένα εξάμηνο στη Χειρουργική Μονάδα του Hammersmith έως ότου πάω στην Αμερική. Είχε πάρει θέση Honorary Senior Registrar, δηλαδή επίτιμου επιμελητή, κοντά στον καθηγητή Richard Welbourn.
Είχα, λοιπόν, τελειώσει τον διαγωνισμό, όταν, πηγαίνοντας πάλι στο Υπουργείο Υγείας για να τακτοποιήσω κάποια χαρτιά, συνάντησα μια υπάλληλο, κάποια κυρία Σιδέρη, καλή της ώρα όπου κι αν βρίσκεται. Με είχε συμπαθήσει βλέποντας την αγωνία μου, πότε για να πάρω την ειδικότητα και πότε για να γραφτώ στον ιατρικό σύλλογο. Παίρνοντάς με παράμερα, είπε: «Κύριε Αλιβιζάτε, έχετε διαβατήριο; Μπορείτε να φύγετε μέσα στις επόμενες είκοσι τέσσερεις ώρες;» Εμβρόντητος, ρώτησα τον λόγο. Μου εξήγησε πως μόλις είχαν υπογράψει απόφαση με την οποία γνωστοποιούσαν σε όλα τα αεροδρόμια και τα λιμάνια πως κανείς γιατρός κάτω των σαράντα ετών δεν θα μπορούσε πλέον να φύγει από τη χώρα, χωρίς να έχει εκπληρώσει την υποχρέωση υπαίθρου.
Ο καθηγητής Χειρουργικής Κωνσταντίνος Ν. Αλιβιζάτος.
Εξαίρετος κλινικός, ανθρώπινος με ασθενείς και συνεργάτες, διακρινόταν και για τη φιλοπαίγμονα διάθεσή του.
Περιμένοντας το “θήραμα” στο διάδρομο του χειρουργείου.
Στο άψε-σβήσε αγοράστηκε το εισιτήριο και έτσι στις 29 Σεπτεμβρίου του ’69 έφυγα με την Ολυμπιακή για το Heathrow του Λονδίνου. Μέχρι την τελευταία στιγμή είχα την αγωνία μήπως με σταματήσουν στον έλεγχο των διαβατηρίων, η οποία μετατράπηκε σε άγρια χαρά, όταν το αεροπλάνο τροχοδρομώντας άρχισε να απογειώνεται. Μου ήρθε έντονη η επιθυμία να ξεφωνήσω: «Άχρηστοι, σας την έφερα!», έστω κι αν πήγαινα κυριολεκτικά στο άγνωστο. Δεν ήξερα αν είχα περάσει το «E.C.F.M.G.», ούτε τι θα συναντούσα δυο μήνες αργότερα στο Hammersmith, αν τελικά θα με προσλάμβανε ο Welbourn. Όμως, το σημαντικό ήταν πως είχα ξεφύγει από το ασφυκτικό πεπρωμένο της χώρας μας!!