Το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο (Ω.Κ.Κ.)
Όποιος ενδιαφέρεται για το πώς δημιουργήθηκε το Ωνάσειο, μπορεί να ανατρέξει στο γλαφυρό βιβλίο τού Αντιπροέδρου τού Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, Παύλου Ι. Ιωαννίδη, με τίτλο: «Κι αν δεν είσαι, θα γίνεις…»
Αχίλλειος πτέρνα του νοσοκομείου υπήρξε το άρθρο 5 που αφορούσε την επιχορήγηση από το Δημόσιο. Καθώς το Κέντρο προσέφερε υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, τις οποίες ωστόσο η ίδια η Πολιτεία είχε υποκοστολογήσει, δεν ήταν δυνατόν να λειτουργεί χωρίς έξωθεν οικονομική βοήθεια. Εφόσον δεν υπήρχε κληροδότημα που θα συνεισέφερε στην κάλυψη των ελλειμμάτων λειτουργίας του, ήταν προφανές ότι, στο τέλος κάθε έτους, το Κέντρο θα εξηρτάτο από την καλή θέληση του εκάστοτε υπουργού. Επ’ αυτού, διαφωτιστική ήταν η ιστορία που επανειλημμένα άκουσα από τον αείμνηστο Απόστολο Ζαμπέλα, μόνιμο εκπρόσωπο του Κοινωφελούς Ιδρύματος στο Δ.Σ. Υπουργός είχε πει μπροστά του απευθυνόμενος στον τότε Πρωθυπουργό: «Εγώ, κύριε Πρόεδρε, το Ωνάσειο, το θέλω χρεωμένο, ώστε να κλείνω τη στρόφιγγα κι έτσι να κάνουν ό,τι τους λέω!!!»
Με απασχολούσε το θέμα της συμμετοχής όλων στο χειρουργείο, κυρίως όταν αναλογιζόμουν τα μελαγχολικά πρόσωπα των νεότερων συναδέλφων, που στα σύντομα ταξίδια μου στην Αθήνα διαπίστωνα πως δεν χειρουργούσαν. Εμποτισμένος με τις αρχές του Lower, ότι ο Chief απλώς επιβλέπει και βοηθάει, ήμουν αποφασισμένος να τις εισαγάγω και στο δικό μας Τμήμα.Έχοντας την απόλυτη ευθύνη έναντι του ασθενούς, ένοιωθα σίγουρος βοηθώντας κάποιον νεότερο να χειρουργεί. Έτσι, σε εκατοντάδες περιστατικών από το εξωτερικό μου ιατρείο, έδωσα την πρωτοβουλία στους νεότερους συνεργάτες μου κι όλοι ωφελήθηκαν.
Γρήγορα την ομάδα μας συμπλήρωσε ένα ικανότατο στέλεχος της νοσηλευτικής, η Μαρία Κοτίου, με την οποία ξεκίνησε ο καινούργιος θεσμός της Νοσηλεύτριας Επικοινωνίας, δηλαδή του συνδέσμου μεταξύ χειρουργικής ομάδας και ασθενών. Ξεχώρισε σαν αστέρι υλοποιώντας ένα από τα επιτεύγματα της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας, το οποίο είχε εισαγάγει η τότε Διευθύνουσα Αγγελική Σηφάκη. Συνδυάζοντας ευφυΐα, γνώση και σπάνια κρίση, η Μαρία αναδείχθηκε σε γιατρό του Τμήματος και μάλιστα σε καλή γιατρό! Κανένα Τμήμα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς γραμματειακή υποστήριξη και η πρώτη μου γραμματέας, Τζίνα Κονταράτου, σπουδασμένη στην Αμερική, πολύ βοήθησε στην οργάνωση της Μονάδας Μεταμοσχεύσεων. Όταν ξαναγύρισε στα διδακτικά της καθήκοντα, την διαδέχθηκε η διακριτική Κατερίνα Ιωσηφίδου. Σύντομα, αποκτήσαμε γραμματέα Τμήματος τη Γιάννα Αρμενιάκου, που με εντιμότητα και μαχητικότητα εργάστηκε επιβλέποντας σαν κέρβερος τη λίστα αναμονής. Άφησα τελευταία την προσωπική μου γραμματέα, Γραμματέα Διευθυντού, Μαίρη Κοκκώνη, που αναδείχθηκε σε συνεργάτιδα. Δεν ήταν μόνο ο φόρτος της καθημερινής δουλειάς με την πληθώρα υποχρεώσεων, ήταν και η τεράστια αλληλογραφία χιλιάδων σελίδων που έγραψε και διεκπεραίωσε, όταν μπήκαμε στα βαθειά με τον Συντονισμό τού Καρδιοχειρουργικού Τομέα και τη Διεύθυνση της Ιατρικής Υπηρεσίας. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν η πάντοτε ψύχραιμη και ώριμη σύμβουλος, ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη και της απόλυτης εμπιστοσύνης μου.
Το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο. Το τολμηρό εγχείρημα του Κοινωφελούς Ιδρύματος θα μπορούσε να αλλάξει τον ορίζοντα παροχής υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας. Αν έστεργε η Πολιτεία…
O πατρίκιος Αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση, Παύλος Ι. Ιωαννίδης.
Η καθηγεσία
Στις αρχές του ’97, το Πανεπιστήμιο της Πάτρας προκήρυξε θέση καθηγητή Καρδιοχειρουργικής, αν και δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η πλήρης απασχόληση, λόγω της ανυπαρξίας υλικοτεχνικής υποδομής, καθώς και ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Το φθινόπωρο, λοιπόν, άρχισα να ενεργώ προς υποστήριξη της υποψηφιότητάς μου, με βάση την αρχή τής affiliation1 μεταξύ του Πανεπιστημίου Πατρών και του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, καθώς ο τότε νόμος επέτρεπε τη μερική απασχόληση σε πανεπιστημιακή θέση.
Στις 18 Νοεμβρίου του ’97 με εξέλεξαν καθηγητή, με δεκαοκτώ ψήφους επί είκοσι τεσσάρων παρόντων. Και, δεν ξεχνώ τη βοήθεια της Ρούλας Λακουμέντα τις κρίσιμες εκείνες ημέρες. Ως συνήθως, ο διορισμός πήρε ένα χρόνο. Έτσι, μόλις στις 15 Δεκεμβρίου του ’98 ορκίστηκα ενώπιον του Πρύτανη. Στο μεταξύ, ψηφίστηκε νέος νόμος περί πλήρους απασχόλησης, ο οποίος έθετε το δίλημμα: ή εδώ ή εκεί. Έτσι την επομένη, 9 Φεβρουαρίου ’99, υπέβαλα την παραίτησή μου. Ήξερα, και ξέρω, ότι η κατάληψη καθηγητικής θέσης στην Ελλάδα θεωρείται ύψιστο σημείο καταξίωσης, με έσχατη εκείνη της εκλογής στην Ακαδημία, το ύστατο «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου». Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε κάποτε ο καθηγητής Κρεμαστινός: «Υπάρχουν μόνο δύο μόνιμα επαγγέλματα στην Ελλάδα, ο Μητροπολίτης και ο καθηγητής Πανεπιστημίου.» Κάτι τέτοιο δεν ήταν στις επιδιώξεις μου. Μόνος λόγος της επιστροφής μου ήταν η δημιουργία τού Μεταμοσχευτικού Προγράμματος στο Ωνάσειο, το οποίο και έπραξα στα επόμενα χρόνια.
Παρά την εκλογή και τη δημοσίευση του διορισμού μου στο Φ.Ε.Κ. , δεν χρησιμοποίησα τον τίτλο του καθηγητή στη μετέπειτα επαγγελματική μου σταδιοδρομία. Δεν θα ήθελα ποτέ να θεωρηθεί ότι πήρα τον πανεπιστημιακό τίτλο και δεν προσέφερα, σε αντάλλαγμα, τις υπηρεσίες που αναμένονταν. Είχαμε κάνει μια συμφωνία για συνεργασία και αυτή δεν καρποφόρησε, όχι μόνο για νομικούς λόγους, αλλά και γιατί δεν υπήρξε η εκατέρωθεν διάθεση. Οι μεν πανεπιστημιακοί θεωρούσαν μείωση «γοήτρου» το να ζητήσουν υλικοτεχνική βοήθεια από το Ωνάσειο, ενώ και το Κέντρο βουτηγμένο στα καθημερινά του προβλήματα, όχι μόνο δεν ατένιζε τέτοιους ορίζοντες, αλλά ίσως και να ευχόταν την αποχώρησή μου.
Η Ορκωμοσία (1998)
Διοικητικές ωδίνες
Το 2001, ανέλαβα το επίπονο, χρονοβόρο και ψυχοφθόρο έργο της σύνταξης του «Πλαισίου Λειτουργίας της Ιατρικής Υπηρεσίας». Ατέρμονες συζητήσεις και εσκεμμένες κωλυσιεργίες ήταν στην ημερήσια διάταξη, όπου το «και» μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ημίωρης συζήτησης. Εντούτοις, το ολοκληρωμένο εικοσασέλιδο «Πλαίσιο» υποβλήθηκε στο Δ.Σ., εγκρίθηκε τον Ιούνιο του ’01. Η ύπαρξή του ήταν σημαντική, εκτός των άλλων, επειδή για πρώτη φορά προβλεπόταν διαδικασία για τις κρίσεις και τις προαγωγές που μέχρι τότε ήταν αυθαίρετες, χωρίς να έχει ο αδικούμενος μέσο προσφυγής για την ανατροπή τους. Σύντομα, θα γινόταν η αρένα για μια από τις πιο πεισματικές αναμετρήσεις στο Κέντρο.
Την ίδια περίπου εποχή μπήκαν οι βάσεις του Συστήματος Πιστοποίησης κατά ISO-9001, που ήταν κάτι καινούργιο στον χώρο της Υγείας. Η διαδικασία ήταν χρονοβόρα και η επίτευξη του σκοπού οφείλει πολλά στον Προϊστάμενο της Βιοϊατρικής Υπηρεσίας Γ. Χαλούτσο, καθώς και στην Προϊσταμένη του Γραφείου Διασφάλισης Ποιότητας, Ε. Ronan – Ασημακοπούλου. Το σύστημα αυτό απαιτεί περιοδικούς ελέγχους, καθώς και τη λειτουργία μόνιμης Επιτροπής Ελέγχου Ποιότητας, της οποίας ανέλαβα την προεδρία μέχρι την αποχώρησή μου το 2008.
Κάποια στιγμή μέσα στο ’05 μας γνωστοποιήθηκε η κατάργηση του «on-call» των Συντονιστριών Μεταμοσχεύσεων, δηλαδή μετά τις τρεις το μεσημέρι δεν θα υπήρχε υπεύθυνος για προβλήματα των μεταμοσχευμένων μας στις τέσσερεις γωνιές της χώρας, καθώς και για να δεχθεί τις κλήσεις του Ε.Ο.Μ. για προσφερόμενο δότη. Μπροστά στο αδιέξοδο, κι αφού η Διοίκηση «τα στύλωσε» για λόγους γοήτρου, αναγκάστηκα να καταφύγω στο τελείως ανορθόδοξο μέτρο να πληρώνονται οι Συντονίστριες με ένταλμα από τον Λογαριασμό Δωρεών τού Τμήματός μας. Τελικά, αναγκάστηκα να καταφύγω και στα μεγάλα μέσα, ενημερώνοντας τον Οργανισμό Πιστοποίησης κατά ISO. Έτσι, μπροστά στο ενδεχόμενο να δημιουργηθεί πρόβλημα με την Πιστοποίηση του Κέντρου, η Διοίκηση αναγκάστηκε τελικά να επαναφέρει το «on-call».
Την ατμόσφαιρα βάρυνε –αθέλητα φυσικά– η εκπομπή «Ουδείς Αναμάρτητος» της φίλης δημοσιογράφου Άννας Παναγιωταρέα. Στην ωραία αυτή συνέντευξη για τις μεταμοσχεύσεις, η γενική εντύπωση ήταν πολύ ευνοϊκή και για το Πρόγραμμα και για το Κέντρο. Με έκπληξη, λοιπόν, πληροφορήθηκα ότι έγιναν «παράπονα» για την πρόσκλησή της προς εμένα και όχι προς τον Πρόεδρο του νοσοκομείου, στα οποία βέβαια η απάντησή της ήταν πως την ενδιέφερε να παρουσιάσει τις μεταμοσχεύσεις και όχι τα επιτεύγματα του Ωνασείου.
Το δυσμενές, λοιπόν, κλίμα υπήρχε και επιβεβαιώθηκε από νέο επεισόδιο, στις αρχές Ιανουαρίου του ’07. Λόγω της χρόνιας δυσπραγίας της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας από τις συνεχείς αποχωρήσεις προς το Δημόσιο, η Μονάδα Εντατικής Θεραπείας βρέθηκε με ανεπαρκή αριθμό νοσηλευτών για τα δεκαέξι κρεβάτια με αποτέλεσμα ο Διευθυντής της Μονάδας Στέφανος Γερουλάνος ν’ αναγκαστεί να κλείσει τέσσερα κρεβάτια, αφού προηγουμένως με ενημέρωσε ως Συντονιστή του Τομέα, καθώς και τη Διοίκηση. Έτσι, στις 15 του ίδιου μήνα, ο Πρόεδρος ζήτησε εγγράφως από τον Διευθυντή της Μονάδας να απολογηθεί ενώπιον του Δ.Σ. Ο Στέφανος αντιμετώπιζε πειθαρχική ποινή ή ακόμα και απόλυση, όπως ψιθυριζόταν στους διαδρόμους. Έτσι, πριν ανεβεί ο Στέφανος στη Συνεδρίαση του Δ.Σ., υπέγραψα μια και μόνη πρόταση: ότι ως Συντονιστής ήμουν ενήμερος και σύμφωνος με την απόφασή του.
Λίγες ημέρες αργότερα με κάλεσε ο Πρόεδρος σε κατ’ ιδίαν συνάντηση, όπου από τον τρόπο και μόνο που με χαιρέτησε κατάλαβα ότι ήμουν ήδη στο doghouse . Έχει ένα ιδιαίτερο τρόπο να δίνει το χέρι και ανάλογα με το πόσες φάλαγγες επιτρέπει στον συνομιλητή του να ψαύσει, εκείνος αντιλαμβάνεται τον βαθμό δυσμένειας. Με ύφος ειρωνικό, είπε: «Βλέπω πως και σεις συντάσσεσθε με τη λευκή απεργία του κυρίου Γερουλάνου.» και κλείνοντας τη συζήτηση έκαμε την προσβλητική παραίνεση: «Πηγαίνετε και στο μέλλον να είστε πιο προσεκτικός στο πού βάζετε την υπογραφή σας.» Τινάχτηκα σαν ελατήριο, όπως τότε με τον Harken, και είπα σταθερά, συγκρατώντας την οργή μου: «Κύριε Πρόεδρε, και γνωρίζω πολύ καλά πού βάζω την υπογραφή μου και δεν την παίρνω και ποτέ πίσω». Κάνοντας μεταβολή και χωρίς να χαιρετήσω, βγήκα από την αίθουσα του Δ.Σ.
Στα μέσα Μαΐου του ’08 ενημερώθηκα από την Προϊσταμένη της Μονάδας Μεταμοσχεύσεων για την εντολή του Προέδρου του Δ.Σ., η οποία της διαβιβάστηκε μέσω της Προϊσταμένης των Οικονομικών Υπηρεσιών!, ότι στο εξής η ομάδα μεταμοσχεύσεων δεν θα χρησιμοποιούσε ιδιωτικό αεροπλάνο Learjet «για λόγους οικονομίας». Θα έπρεπε, επομένως, να χρησιμοποιούμε το αργοκίνητο C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας. Με τους μέχρι τότε αριθμούς, είχαμε πάρει τριάντα οκτώ μοσχεύματα από την περιφέρεια και την Κύπρο, έναντι μόνον είκοσι επτά από το Λεκανοπέδιο. Επομένως, το μέτρο θα σήμαινε περικοπή της μεταμοσχευτικής δραστηριότητας του Προγράμματος περισσότερο από πενήντα τοις εκατό.
Ως όφειλα, ενημέρωσα το Δ.Σ. με επιστολή, με την αποφασιστικότητα που απαιτούσε η σοβαρότητα του ζητήματος, ότι «δεν ήμουν διατεθειμένος να διακινδυνεύσω τους κανόνες ασφαλείας όσον αφορά τη συντήρηση του μοσχεύματος πηγαίνοντας με βραδυκίνητα αεροπλάνα και ξεπερνώντας τον παραδεκτό χρόνο ισχαιμίας.» Αν παρά ταύτα το Δ.Σ. επέμενε, θα ήμουν υποχρεωμένος να ζητήσω την αναστολή τής λειτουργίας του Προγράμματος, ενημερώνοντας τον Ε.Ο.Μ. και το Υπουργείο Υγείας.
Δεν είχα αμφιβολίες για τον δυσμενή αντίκτυπο στο Δ.Σ., όπως και εκφράστηκε στο σχετικό Απόσπασμα της 403ης Συνεδρίασής του: «Το Δ.Σ. αφού σχολίασε αρνητικά1 το ύφος της επιστολής, διευκρινίζει ότι σε καμιά περίπτωση δεν επιθυμεί τη διακοπή τού Προγράμματος των μεταμοσχεύσεων στο Ω.Κ.Κ.». Η αντιπαράθεση εξυπηρετούσε τη συσπείρωση του Δ.Σ. και δεν μου διέφευγε σε τι απέβλεπε, όταν συνέταξα τη σχετική επιστολή. Απλώς δεν υπήρχαν περιθώρια διαπραγμάτευσης στην ασφάλεια των ασθενών του Προγράμματος.
Κάποτε είχα εισηγηθεί, ότι ο τρόπος διοίκησης του Ω.Κ.Κ. θα έπρεπε να αποτελέσει χωριστό κεφάλαιο για τους σπουδαστές των Επαγγελμάτων Υγείας. Μάλιστα πρότεινα και τον τίτλο: «Πώς δεν πρέπει να διοικείται ένα νοσοκομείο: Η περίπτωση του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου.»
Αλλαγή Σκυτάλης
Αναμένονταν αλλαγές στη Μονάδα Μεταμοσχεύσεων του Ωνασείου και, όντως, το Δ.Σ. προχώρησε στην προκήρυξη της θέσης Διευθυντή, η οποία δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες της Κυριακής 28 Σεπτεμβρίου 2008. Δεν είχαν μπει καν στον κόπο να μου ζητήσουν, ως υπευθύνου του Προγράμματος, βοήθεια στη σύνταξη της προκήρυξης σε ό,τι αφορούσε τα προσόντα των υποψηφίων.
Υπέβαλαν περισσότεροι από δέκα καρδιοχειρουργοί, οι περισσότεροι χωρίς καμία πείρα στις μεταμοσχεύσεις. Το ενδιαφέρον συγκεντρωνόταν σε τρεις υποψηφίους: στους δύο υποδιευθυντές μου, Σταυρίδη και Σφυράκη, καθώς και στον καρδιοχειρουργό Ανδρέα Μπαϊρακτάρη, που εργαζόταν σε μεγάλο κέντρο της Γερμανίας. Δεν γνώριζα τον εκ Γερμανίας ορμώμενο υποψήφιο, αλλά οι πληροφορίες τον ήθελαν ικανό εγχειρητή, χωρίς ιδιαίτερη δραστηριότητα στην παρακολούθηση των μεταμοσχευμένων. Επίσης, έγινα από πρώτο χέρι κοινωνός της πεποίθησης του Προέδρου και του Δ.Σ., ότι ο μεν Σταυρίδης είχε τα λεγόμενα ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά χωρίς την πείρα των μεταμοσχεύσεων, ενώ αντιθέτως ο Σφυράκης είχε την απαραίτητη εμπειρία σε αυτές, υπολειπόταν όμως στα άλλα συμπεριλαμβανόμενης της σημαντικής Διδακτορικής διατριβής. Επομένως, το Δ.Σ. όδευε ήδη σε μια εκ των ενόντων αντικατάστασή μου κι όπως είπε ανώτερο διοικητικό στέλεχος: «Δεν έχει σημασία ποιος θα έρθει, σημασία έχει ποιος θα φύγει.»
Η υποβολή της υποψηφιότητάς μου θορύβησε το Δ.Σ., το οποίο, σε ολομέλεια, με κάλεσε και φορτικά μού ζήτησε να αποσύρω την υποψηφιότητά μου. Τότε ανακοίνωσαν, για πρώτη φορά, ότι υπήρχε ήδη απόφαση ειλημμένη προ διετίας, περί του ορίου των εβδομήντα ετών. Άρα, η υποψηφιότητά μου ήταν «άκυρη»!
Οι μεταμοσχεύσεις
Το Πρόγραμμα Μεταμοσχεύσεων, όπως ήταν φυσικό, οργανώθηκε στα ίδια πρότυπα με εκείνα του Baylor και οι δύο Συντονίστριες, η Χρυσούλα Λούρη και η Δήμητρα Κόλλια, έχοντας εκπαιδευτεί εκεί εξασφάλισαν τη μεταφορά τεχνογνωσίας και πρωτοκόλλων στη δική μας Μονάδα.
Δύο λόγια για τη φιλοσοφία και τη δομή του Προγράμματος. Θα βασιζόταν στην απόλυτη αφιλοκέρδεια όλων και στην κρυστάλλινης διαύγειας διάθεση των μοσχευμάτων. Η επιλογή του ασθενή θα γινόταν από Επιτροπή, στην οποία θα συμμετείχαν πέραν του τακτικού ιατρικού προσωπικού, οι Σύμβουλοι Ειδικοτήτων και οι απαραίτητες Συντονίστριες Μεταμοσχεύσεων. Τα κριτήρια ήταν τα διεθνώς θεσπισμένα από τις Καρδιολογικές Εταιρείες και τη Διεθνή Εταιρεία Μεταμοσχεύσεων. Παρόμοιες αυστηρές προδιαγραφές θα ίσχυαν και για την αποδοχή των μοσχευμάτων. Υπήρχε συλλογικότητα και εργασία ομάδας, πάνω απ’ όλα.
Η φιλοσοφία μας ήταν απλή: μεταμόσχευση γινόταν αν ο δότης ταίριαζε χωρίς να προσπαθούμε, εκ των ενόντων, να φέρουμε τον λήπτη της λίστας στα μέτρα τού προσφερομένου μοσχεύματος, μόνο και μόνο για να γίνει μία ακόμα επέμβαση. Όπως διακήρυξα επανειλημμένα: «Το Πρόγραμμά μας δεν κολλάει καρδιές».
Η ευθύνη της αποδοχής τού μοσχεύματος και ιδίως το κρίσιμο «πάντρεμα» του δότη με τον λήπτη βαρύνει τον υπεύθυνο του προγράμματος, αυτόν που σε τελική ανάλυση παίρνει τον ασθενή στο χειρουργείο. Αυτό το «πάντρεμα» δεν διδάσκεται στα βιβλία, αλλά αποκτάται με την πάροδο του χρόνου και μετά από επώδυνες αποτυχίες.
Τι σκόπευε να προσφέρει το Πρόγραμμα του Ωνασείου; Να βγει ο άρρωστος από το χειρουργείο με τη νέα του καρδιά, με πιθανότητα τουλάχιστον ενενήντα τοις εκατό. Να είναι ζωντανός στο τέλος του πρώτου χρόνου, στο ογδόντα πέντε τοις εκατό των περιπτώσεων και στο πενήντα τοις εκατό μετά από μία δεκαετία.
Η πρώτη μεταμόσχευση μετά τον ερχομό μου –η δεύτερη του Προγράμματος– έγινε τον Μάιο του ’96. Όταν πήγαμε στην Εντατική για να πάρουμε το μόσχευμα και διαπιστώσαμε πως η πίεση του δότη ανεβοκατέβαινε σαν γιο-γιο, ενώ έπαιρνε και αγγειοσυσπαστικά και υγρά. Ζήτησα από τη Δήμητρα να μείνει κοντά στον δότη, οπότε σε λίγο μού ανέφερε αναστατωμένη πως η γιατρός της Μονάδας ελάττωνε τη δόση του αγγειοσυσπαστικού, προφανώς για να πέσει η πίεση και να μην προλάβουμε να πάμε στο χειρουργείο! Καθήλωσα, λοιπόν, τη Δήμητρα δίπλα στο κρεβάτι και χάρη στην παρουσία της κατορθώσαμε να πάρουμε τα όργανα. Τότε κατάλαβα ότι υπάρχει «αντιπολίτευση» στη δωρεά οργάνων από κάποιους μέσα στις Μονάδες, οι οποίοι για λόγους, ίσως θρησκευτικούς, ίσως άλλους, πιστεύουν πως ο δότης είναι «ζωντανός» μέχρι να σταματήσει η καρδιά.
Περίπου την ίδια εποχή, ο νέος Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Μεταμοσχεύσεων, ο καθηγητής Γιάννης Βλαχογιάννης, αποφάσισε να εκσυγχρονίσει το νομικό καθεστώς των μεταμοσχεύσεων στη χώρα μας. Με δική του πρωτοβουλία διορίστηκε Επιτροπή στην οποία συμμετείχα υπό τον Γεώργιο Κουμάντο. Γραμματέας της ήταν το ικανότατο στέλεχος του Υπουργείου Υγείας Νάνσυ Τασσιοπούλου, που αναδείχθηκε σε στυλοβάτη των μεταμοσχεύσεων στα επόμενα δώδεκα χρόνια. Η πλέον εντυπωσιακή προσωπικότητα της επιτροπής ήταν ο Πρόεδρος. Αυτοκρατορικής εμφάνισης, αλλά με δωρική λιτότητα λόγου, προκαλούσε κατάπληξη με την καθαρότητα και τη σαφήνεια των απόψεών του. Άκουγε, ζύγιζε και υποδείκνυε τη συγγραφή τού επόμενου άρθρου του νόμου –του γνωστού 2737/99– τον οποίο πολλοί, και δικαίως, αποκαλούν «νόμο Κουμάντου». Λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι συμμετέχοντες προσέθεσαν στοιχεία ανάλογα με την πείρα τους. Όταν ήλθε προς συζήτηση το περίφημο θέμα της «εικαζομένης συναίνεσης», δηλαδή να είμαστε όλοι δότες εξ ορισμού χωρίς να ερωτάται η οικογένειά μας, ο Κουμάντος, αφού άκουσε τα υπέρ και τα κατά, πολύ σοφά κατέληξε πως η ελληνική κοινωνία δεν ήταν ακόμα ώριμη να δωρίσει χωρίς να έχει πεισθεί. Δεν είχε εμπιστοσύνη στο σύστημα και στους γιατρούς που διαβεβαίωναν τους συγγενείς πως είχε επέλθει ο θάνατος, ενώ ακόμα χτυπούσε η καρδιά. Θυμόσοφα κατέληξε ο Κουμάντος: «Για να πάρουν τα όργανα, θα χρειαστεί να φέρουν τα Μ.Α.Τ.»
Σχεδόν όλο το μεταμοσχευτικό κατεστημένο επιτέθηκε στον νόμο, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Η κατακραυγή πήρε τη μορφή σταυροφορίας, γι’ αυτό έγραψα τότε ένα άρθρο στην «Καθημερινή» με τίτλο «Τρικυμία εν κρανίω». Υποστήριζα πως καμία διάταξη δεν μπορεί να επιβάλει στους γιατρούς των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας να προβαίνουν στη διαπίστωση του εγκεφαλικού θανάτου, εάν οι ίδιοι δεν πεισθούν και δεν το θελήσουν. Θα συνεχίζουν να αερίζουν πτώματα στον αναπνευστήρα, έως ότου επέλθει η βέβαιη παύση της καρδιακής λειτουργίας, οπότε και τα όργανα θα είναι ακατάλληλα για μεταμόσχευση.
Τα καλά μοσχεύματα είναι λίγα έναντι της ζήτησης, γι’ αυτό και προορίζονται για τους βιολογικά άριστους υποψήφιους στη λίστα. Όμως, όχι σπάνια, τα πολυπόθητα μοσχεύματα δεν προσφέρονταν, ενώ η επιδείνωση των υποψηφίων ληπτών ήταν ραγδαία. Γι’ αυτούς τους επιλεγμένους, τους άριστους, επιβαλλόταν, τότε, η ανάληψη ρίσκου έστω και με μόσχευμα κάπως «δεύτερης επιλογής», αν είχαν ακόμα τη δυνατότητα της ανάκαμψης. Το ακόλουθο περιστατικό μιλά από μόνο του.
Η εικοσιεπτάχρονη Ειρήνη, που νοσηλευόταν το ’02 με μυοκαρδιοπάθεια, κρατιόταν στη ζωή διασωληνωμένη, με ενδοαορτική αντλία και υπό συνεχή έγχυση φαρμάκων. Σύντομα θα ερχόταν το τέλος, όταν αναπάντεχα βρέθηκε μόσχευμα από μεσόκοπο δότη, στο Διαβαλκανικό της Θεσσαλονίκης. Δεν ήταν το επιθυμητό για τόσο νέα κοπέλα, όμως εδώ ήταν θέμα ζωής ή θανάτου. Η επέμβαση πήγε καλά, αν και η Ειρήνη παρουσίασε όλες τις επιπλοκές που γράφουν τα βιβλία, ακόμα και εγκεφαλική αιμορραγία, από την οποία σώθηκε χάρη στην έγκαιρη διάγνωση της μετέπειτα Συντονίστριάς μας Ειρήνης Κίτσου. Έμεινε στο νοσοκομείο συνολικά εκατόν δεκαπέντε ημέρες!
Όμως, η αποδοχή ασθενών υψηλού ρίσκου δεν ήταν ο μόνος κίνδυνος. Εξίσου σημαντικός ήταν ο κίνδυνος να μη δουλέψει το μόσχευμα, ακόμα και από νεαρά άτομα, γιατί η φροντίδα τού δότη, αρκετά συχνά, υπολειπόταν μέχρι να ληφθούν τα όργανα.
Η περίπτωση του τριανταπεντάχρονου μηχανολόγου, που εργαζόμενος στην αλλοδαπή είχε την ευχέρεια επιλογής οιουδήποτε ευρωπαϊκού προγράμματος, αλλά που εμπιστεύτηκε τη ζωή του στο Ωνάσειο, περιγράφει εύγλωττα το πρόβλημα. Ο δότης που μας προσφέρθηκε, είκοσι τριών ετών και αθλητής, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ιδεώδης. Όμως ο τραυματίας είχε υποβληθεί σε έγχυση τεραστίων δόσεων φαρμάκων για χαμηλή πίεση, τα οποία, όπως αποδείχτηκε, έβλαψαν το μυοκάρδιο. Έτσι, μετά την εμφύτευση το μόσχευμα παρέμενε απόλυτα ακίνητο, όπως στο νεκροτομείο. Όμως, εγώ είχα μπροστά μου τον Cliff Hamilton και την καρδιά τού «Domino», η οποία χρειάστηκε ώρες μέχρι ν’ ανακάμψει. Μείναμε στην εξωσωματική περισσότερες από επτά ώρες, μέχρις ότου η καρδιά αναλάβει και είναι ικανή να στηρίξει την κυκλοφορία.
Ακόμα και ο μη ειδικός καταλαβαίνει, λοιπόν, ότι η αποδοχή ή η απόρριψη του προσφερομένου μοσχεύματος είναι ο σημαντικότερος κρίκος στην αλυσίδα της μεταμόσχευσης. Γι’ αυτό, την επιλογή και στις εβδομήντα τέσσερεις περιπτώσεις την έκαμα ο ίδιος, πηγαίνοντας στο νοσοκομείο του δότη.
Πρεσβευτές καλής θελήσεως
Ο Paul, πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς και ο Gene, πρώτη μεταμόσχευση πνεύμονος, με τον Αντιπρόεδρο του Κοινωφελούς Ιδρύματος Απόστολο Ζαμπέλα (2000).
Ο μεταμοσχευμένος είναι στο κέντρο.
Οι Ειδικότητες είναι οι δορυφόροι.
Ο Ευρωπαϊκών προδιαγραφών νόμος για τις Μεταμοσχεύσεις (1999)…
…και η απροθυμία της Ιατρικής Κοινότητας.
Οι πέντε πρώτοι μεταμοσχευμένοι καρδιάς.
Η Ειρήνη με τους αστυνομικούς που μετέφεραν την νέα της καρδιά (2002).
Ο Νίκος, ο πρόεδρος του “Συνεχίζω”. Η επτάωρη “στάση εργασίας” της καρδιάς του (2002) είναι παρελθόν.
Η Μηχανική Υποστήριξη της Κυκλοφορίας
Το 2003 ήταν σταθμός για το Πρόγραμμα και τις μεταμοσχεύσεις, γιατί για πρώτη φορά στην Ελλάδα εμφυτεύθηκε τεχνητή καρδιά σε ασθενή, που στη συνέχεια μεταμοσχεύθηκε. Απόπειρες υποστήριξης με μηχάνημα μέχρι να βρεθεί μόσχευμα είχαν γίνει και στη Θεσσαλονίκη από τον καρδιοχειρουργό Παναγιώτη Σπύρου, όμως τελικά, η λεγόμενη «γέφυρα προς μεταμόσχευση» δεν είχε αποδώσει. Την ευθύνη για τη νέα αυτή τεχνική είχα αναθέσει στον Πέτρο Σφυράκη, την οποία έφερε σε πέρας με αποτελεσματικότητα. Εννέα μήνες αργότερα ξαναφέραμε τον κύριο Λουκά στο Κέντρο, για να αφαιρεθεί το μηχάνημα και να του δώσουμε τη νέα του καρδιά.
Το Γραφείο Δημοσίων Σχέσεων του Ωνασείου, με την Αλεξάνδρα Μπριασούλη, δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να προβάλει τους μεταμοσχευμένους και τις οικογένειές τους, ώστε να προάγεται η ιδέα της δωρεάς. Αναρίθμητες οι παρουσιάσεις στον Τύπο και στην τηλεόραση, χάρη στις άοκνες φροντίδες του.
Ήδη από το τέλος του ’04 άρχισαν συζητήσεις, ανάμεσα σε καρδιοχειρουργούς και καρδιολόγους άλλων νοσοκομείων, ότι οι μεταμοσχεύσεις πάνε «προς εξαφάνιση» και ότι είχε πλέον έλθει η εποχή της μηχανικής υποστήριξης, με προφανή την πρόθεση των ενδιαφερομένων να ξεκινήσουν προγράμματα εμφυτεύσεων «τεχνητής καρδιάς». Κάτι άλλο που αγνοούσαν –και πολλοί αγνοούν ακόμα– ήταν ότι τα λεγόμενα «μηχανάκια» θέλουν παρακολούθηση εκ του σύνεγγυς, περίπου όση και οι μεταμοσχευμένοι καρδιάς. Τις αλήθειες αυτές συνόψισα σε νέο άρθρο στην «Καθημερινή», τον Δεκέμβριο του ‘04, με τίτλο: «Μεταμοσχεύσεις καρδιάς ή Μηχανές», παραπέμποντας τον αναγνώστη στη διττή σημασία της λέξης «μηχανές»…
Το 2005 σημαδεύτηκε από τον θάνατο του δωδεκάχρονου Δημητράκη από τη Ρόδο, του παιδιού με τα τεράστια εκφραστικά μάτια και το θείο χαμόγελο, το οποίο ένα χρόνο περίμενε μόσχευμα καθηλωμένο σε ειδική αντλία για τα μέτρα του. Τις πρωινές ώρες τής Κυριακής 5 Ιουνίου θα γινόταν ο ποδηλατικός γύρος της Αθήνας, αφιερωμένος στον Δημητράκη, όταν με τη ρήξη ενός συνδετικού της τεχνητής καρδιάς η μάχη χάθηκε. Έτσι, με νέο άρθρο μου στην «Καθημερινή» και με αφορμή το τραγικό γεγονός, τόνιζα και πάλι πως «υπάρχει διάχυτος ο φόβος των συγγενών για ιατρικό λάθος, αν ο εγκεφαλικά νεκρός έχει πραγματικά πεθάνει… και αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι συνάδελφοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να πλησιάσουν τους συγγενείς. Έτσι ο δυνητικός δότης φεύγει “σιωπηλά,” χωρίς να γίνουν οι από τον νόμο προβλεπόμενες δοκιμασίες του εγκεφαλικού θανάτου.» Δεν υπήρξε αντίδραση, και πάλι…
Η Δικαίωση
Όμως, εκείνα τα δύο χρόνια, 2004 και 2005, κάναμε χωρίς να το φανταζόμαστε δύο όμορφες επενδύσεις για το μέλλον, μεταμοσχεύοντας την ωραία τριαντάχρονη ασθενή μας, τη Ζωή, καθώς και την εικοσιπεντάχρονη γιατρίνα μας, τη Μαρία. Πριν λίγα χρόνια έγιναν και οι δύο μητέρες, αν και τις είχαμε προειδοποιήσει για τους πιθανούς κινδύνους από τις αναγκαίες μεταβολές στην ανοσοκαταστολή τους. Ευτυχώς, το έντονο αίσθημα της μητρότητας αποδείχθηκε ισχυρότερο από τους φόβους μας, δικαιώνοντας περίτρανα τις μεταμοσχεύσεις ως πηγή ζωής, όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον.
Με την ανάπτυξη του δικού μας Προγράμματος και την αποχώρηση των δύο διευθυντών, Χρήστου Λόλα και Παναγιώτη Σπύρου, τα προγράμματα του Ευαγγελισμού και του Παπανικολάου μείωσαν βαθμιαία τη δραστηριότητά τους, οπότε ο Ε.Ο.Μ. αποφάσισε τη μη ανανέωση της άδειάς τους. Τέτοιες ενέργειες δημιουργούν αντιδράσεις και πικρίες και δυο χρόνια αργότερα, με την αλλαγή του Δ.Σ. μετά τις εκλογές του ’04, το θέμα της επαναλειτουργίας τού προγράμματος του Ευαγγελισμού ήρθε στο προσκήνιο. Δεν έβλεπα με ποιον τρόπο εκείνο το πρόγραμμα, με μακροπρόθεσμη επιβίωση τριάντα τοις εκατό στα πέντε χρόνια, με τα ίδια στελέχη και χωρίς τον μέχρι τότε ηγέτη του, θα μπορούσε να επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα.
Η επιβίωση του Ω.Κ.Κ. υπερβαίνει κατα 40% εκείνη των Προγραμμάτων Ευαγγελισμού και Παπανικολάου.
Δεν δόθηκε τότε η άδεια στον Ευαγγελισμό, αλλά η υποβόσκουσα αντιπαράθεση με τον Πρόεδρο του Ε.Ο.Μ. δημοσιοποιήθηκε πολύ σύντομα, τον Οκτώβριο ’05, όταν κατά πλειοψηφία το Δ.Σ. υιοθέτησε πρόταση δύο βουλευτών για επέκταση των μεταμοσχεύσεων σε ιδιωτικά κέντρα. Έτσι, τον ίδιο μήνα, σε σύντομο άρθρο μου στην «Καθημερινή» επεσήμανα τον κατήφορο που θα έπαιρναν οι μεταμοσχεύσεις, εάν άνοιγε η πόρτα στα ιδιωτικά νοσοκομεία… Ωστόσο, το θέμα έκλεισε μετά από άρθρο του ίδιου του Γεωργίου Κουμάντου , που έκανε αναφορά σε μοσχεύματα-προσφορά ζωής και όχι «ζαρζαβατικά» που αγοράζει κανείς στο σουπερμάρκετ!
Το 2008 ήταν επίσης σημαντικό για την πρώτη επαναμεταμόσχευση στη χώρα μας, στον πενηντάχρονο Βαγγέλη από την Αίγινα. Τον είχαμε μεταμοσχεύσει τον Μάρτιο του ’03 και τώρα βρισκόταν σε χρόνια απόρριψη, οπότε αντιμετώπιζε βέβαιο θάνατο χωρίς την επανεπέμβαση.
Ο Κώστας είχε λάβει λόγω μυοκαρδιοπάθειας εμφυτεύσιμη συσκευή, τον Φεβρουάριο του ’08, αλλά ήδη τον Αύγουστο έχανε έδαφος με τις επίμονες αρρυθμίες που επηρέαζαν τη λειτουργία τού μηχανήματος. Είχαμε αρχίσει ν’ ανησυχούμε σοβαρά, όταν τον ευνόησε η Μοίρα, αν μπορεί να ονομαστεί μοίρα η τραγική απώλεια του νεαρού Αυστραλού Doujon Zamit, που συγκίνησε το πανελλήνιο με τον θανατηφόρο ξυλοδαρμό του στη Μύκονο. Ο εικοσάχρονος μεταφέρθηκε με βαρύτατη εγκεφαλική κάκωση στο νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν, ενώ είχαν πάρει φωτιά ο Τύπος και η τηλεόραση. Την πρώτη σκέψη, ότι το άτυχο αυτό παιδί μπορούσε να γίνει δότης, την έκαμε η Anne Dierlam, η Σύμβουλός μας για τα «μηχανάκια», καθώς είχε διατελέσει Συντονίστρια Μεταμοσχεύσεων στο Baylor. Η Anne δούλεψε με πρωτοφανή αυταπάρνηση για μια τριετία μαζί μας και το Πρόγραμμα Μηχανικής Υποστήριξης της Κυκλοφορίας –οι τεχνητές καρδιές– οφείλει πολλά στον αμερικανικό τρόπο εργασίας και στο σύστημα που εισήγαγε, πριν ξαναγυρίσει στην πατρίδα της. Πήρα αμέσως στο τηλέφωνο τον Αργύρη Μιχαλόπουλο, παλιό μας υποδιευθυντή στο Ωνάσειο και διευθυντή της Μονάδας του Ντυνάν, ο οποίος στη διάρκεια της εκεί θητείας του είχε προσφέρει στις μεταμοσχεύσεις περισσότερους από εξήντα δότες. Αν και σε διακοπές, προθυμοποιήθηκε να μάθει λεπτομέρειες. Μου επιβεβαίωσε πως ο νεαρός Αυστραλός ήταν δυνητικός δότης, αλλά όπως ήταν ευνόητο, ο πατέρας του, εκτός από συντετριμμένος, ήταν και έξαλλος γι’ αυτό που είχε συμβεί στο παιδί του. Δεν μπορούσε να γίνει καν συζήτηση για δωρεά οργάνων. Εκεί επενέβη η Τύχη και το όνομά της ήταν Ελευθερία Κρικέλη, η παλιά μου φίλη από το Malden στη Βοστώνη, η οποία είχε επίσης προσφέρει τα όργανα του γιου της μετά από θανατηφόρο ατύχημα με μοτοσυκλέτα. Αυτό βοήθησε κι έτσι έδωσε όχι μόνον την καρδιά τού παιδιού του, αλλά και τα άλλα όργανα. Μέσα μου έκανα αθέλητα τη σκέψη πως η μοίρα ήθελε την καρδιά να πάει από ένα νεαρό άτομο, στον επίσης νέο ασθενή μας.
Πράγματι, το 2008 υπήρξε το έτος τής καταξίωσης με δεκαεννέα μεταμοσχεύσεις, από τις οποίες δεκαέξι καρδιάς και τρεις πνευμόνων. Για πρώτη φορά, έχοντας ικανό αριθμό υποψηφίων στη λίστα, ήμαστε σε θέση να πάρουμε όλα σχεδόν τα μοσχεύματα που μας προσέφεραν. Στη λήξη του έτους είχαμε συνολικά πραγματοποιήσει εβδομήντα τέσσερεις μεταμοσχεύσεις καρδιάς –εκ των οποίων μια επαναμεταμόσχευση– και έξι πνευμόνων. Όταν φτιάξαμε την καμπύλη επιβίωσης ήταν από τις καλύτερες, όχι μόνον στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως: τον πρώτο χρόνο έφτανε το ενενήντα τέσσερα τοις εκατό, δηλαδή υπερέβαινε κατά δέκα τοις εκατό τις διεθνείς στατιστικές, ενώ στη δεκαετία ήταν εβδομήντα τοις εκατό, με τη διεθνή επιβίωση μόνο στο πενήντα τοις εκατό των μεταμοσχευμένων. Από τις εβδομήντα τέσσερεις μεταμοσχεύσεις καρδιάς που πραγματοποιήθηκαν στο Ωνάσειο, οι εβδομήντα πήγαν σπίτι τους, πραγματικό ρεκόρ! Χάρη στο επιτυχημένο «πάντρεμα» του λήπτη με τον κατάλληλο δότη.
Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύσαμε τα αποτελέσματά μας στο περιοδικό «Transplantation Proceedings», καθιερώνοντας και διεθνώς το Πρόγραμμα του Ωνασείου. Το φθινόπωρο του 2010, στο Διεθνές Συνέδριο του Κέντρου, ο Dr. Robert Kormos, επικεφαλής τού προγράμματος του University of Pittsburgh –ενός εκ των τριών ή τεσσάρων μεγαλυτέρων και πλέον καταξιωμένων στην Αμερική– με συνεχάρη λέγοντας: «Δεν ήξερα πως η Ελλάδα έχει πρόγραμμα τέτοιων προδιαγραφών. Τα αποτελέσματά σας είναι καλύτερα και από τα δικά μας. Η επιβίωση μας δεν ξεπέρασε ποτέ το ογδόντα πέντε τοις εκατό.»
Ο Κώστας αποδείχθηκε πρεσβευτής καλής θελήσεως για το Πρόγραμμά μας και η παρουσία του με την Πόπη στην εκπομπή τής Βίκυ Φλέσσα «Στα Άκρα» έκανε πάταγο. Η ίδια δημοσιογράφος παρουσίασε το Πρόγραμμά μας στις αρχές Δεκεμβρίου και χωρίς αμφιβολία αυτή η εκπομπή, με τις επαναλήψεις της, το έκανε ευρύτερα γνωστό και το καταξίωσε και πέρα από τον ελλαδικό χώρο. Θαύμασα την προεργασία της στην έρευνα και την ταξινόμηση του πλούσιου υλικού που αφορούσε όχι μόνον το Πρόγραμμα του Ωνασείου, αλλά και τα όσα είχαν προηγηθεί στο Baylor. Ήταν σαν να μην το επέλεγε για εκπομπή, αλλά για συγγραφή βιβλίου. Δημοσιογραφική δουλειά υψηλού επιπέδου. H παρουσίαση ήταν άψογη, οι ερωτήσεις εύστοχες και επίκαιρες. Η όλη εκπομπή απέπνεε οργάνωση, φροντίδα και ιδιαίτερη καλαισθησία. Ήξερα, το ένοιωθα, πως εκείνο το βράδυ είχαμε φτάσει στην κορυφή και πως αυτό ήταν «τό κύκνειον ᾆσμα», όχι μόνον της δικής μου πορείας, αλλά και εκείνης του Προγράμματος Μεταμοσχεύσεων.
Η αντλία αμφοτερόπλευρης υποστήριξης Berlin Heart.
Ο κύριος Λουκάς, η πρώτη επιτυχημένη γέφυρα.
Ο Δημητράκης, το παιδί με τα τεράστια φωτεινά μάτια και το θεϊκό χαμόγελο, περίμενε με σπάνια καρτερία το μόσχευμα καθηλωμένος στο μηχάνημα. Όμως, η τύχη δεν του χαμογέλασε.
Οι «μηχανόβιοι» του Ωνασείου (2008).
Το βιβλίο για τήν τραγική απώλεια του νεαρού Αυστραλού που έγινε δότης.
Απόσπασμα από το βιβλίο.
Η Συντονίστρια Μεταμοσχεύσεων του Baylor, Anne E. Dierlam, R.N., B.Sc.
«Λίγες μεταμοσχεύσεις, μέτρια επιβίωση». Τον κανόνα κατέρριψε το Πρόγραμμα του Ωνασείου…
…με την επιβίωση των μεταμοσχευμένων, 94% στο πρώτο έτος και 70% στην δεκαετία.
Η Μαρία, μεταμοσχευμένη το 2005, με την κόρη της (2012).
Ο Βαγγέλης, η πρώτη επαναμεταμόσχευση καρδιάς στην Ελλάδα (2008).
Η Ζωή, μεταμοσχευμένη το 2004, με τον γιό της (2011).
Αυλαία
Όπως έχω ήδη αναφέρει, από τη δεκάδα και πλέον των υποψηφίων που υπέβαλαν, οι μόνοι που πλησίαζαν στο επιθυμητό ήταν οι δύο υποδιευθυντές μου, Γ. Σταυρίδης και Π. Σφυράκης, και ο εκ Γερμανίας Α. Μπαϊρακτάρης, από το μεγάλο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο του Bad Oeynhausen. Υπήρχαν προβλήματα και για τους τρεις. Ο Γ. Σταυρίδης, προικισμένος χειρουργός και ακαδημαϊκά αξιόλογος, δεν είχε κατόπιν δικής του επιλογής ασχοληθεί με τις μεταμοσχεύσεις. Ο Π. Σφυράκης, δυναμικός χειρουργός και τεχνικά επαρκέστατος στις μεταμοσχεύσεις, καθώς και στη μηχανική υποστήριξη της κυκλοφορίας, δεν είχε φροντίσει τον ακαδημαϊκό του μανδύα. Όσο για τον εκ Γερμανίας υποψήφιο, κατόπιν απευθείας επικοινωνίας με τους προϊσταμένους του, είχα πληροφορηθεί ότι επρόκειτο περί εξαιρετικά ικανού χειρουργού, χωρίς όμως διοικητική και οργανωτική πείρα και με περιφερειακή μόνο ανάμειξη στην επιλογή και παρακολούθηση των μεταμοσχευμένων.
Ας σημειωθεί ότι ένα μήνα νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του 2009, σε επιστολή μου προς το Κοινωφελές Ίδρυμα τόνιζα ότι «από τους υποψηφίους για τη θέση του Καρδιοχειρουργού ουδείς πληροί τις προϋποθέσεις ηγέτη του Τμήματος και κυρίως της Μονάδας Μεταμοσχεύσεων. Αναμφισβητήτως επικρατέστεροι είναι οι δύο υποδιευθυντές μου, οι οποίοι από κοινού μεν πληρούν το κενό, εις περίπτωση όμως επιλογής του ενός έναντι του άλλου, το Τμήμα και η Μονάδα Μεταμοσχεύσεων θα ακρωτηριασθούν κατά το ήμισυ».
Όμως, ο Πρόεδρος φαίνεται πως προσανατολιζόταν ήδη προς την εκλογή τού εκ Γερμανίας καρδιοχειρουργού. Έτσι, σε επικοινωνία του με το Δ.Σ. του «Συνεχίζω», όταν του έγραψαν πως «γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι η ζωή μας εξαρτάται αποκλειστικά από την επιτελική ικανότητα της ομάδας του Προγράμματος Μεταμοσχεύσεων να παρακολουθεί τους μεταμοσχευμένους σε βάθος χρόνου», τους διαβεβαίωσε, παρουσία και του Αντιπροέδρου του Δ.Σ., ότι «αυτό το θέμα ήδη λύθηκε με τον καλύτερο τρόπο, αφού ο νεοεκλεγείς διευθυντής της Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής είναι ειδικευμένος στην προ– και μετά– μεταμοσχευτική παρακολούθηση των ασθενών ενός Προγράμματος με χίλιες πεντακόσιες μεταμοσχεύσεις.» Αναφερόταν, βέβαια, στον νεοεκλεγέντα Διευθυντή Καρδιολόγο και αντικαταστάτη του καθηγητή Διονύση Κόκκινου, τον επεμβατικό καρδιολόγο Γεώργιο Ντάγγα από το Columbia.
Δεν χρειάστηκε παρά ένα τηλεφώνημα στη γνωστή καρδιολόγο Donna Mancini, επικεφαλής τού εκεί προγράμματος, για να πληροφορηθώ ότι ο νέος Διευθυντής, Γεώργιος Ντάγγας, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με αυτό. Ο πρόεδρος των μεταμοσχευμένων ανέβηκε τότε στον έβδομο όροφο και απερίφραστα «ζήτησε τον λόγο» από τον Πρόεδρο του Κέντρου, γράφοντας στη συνέχεια σε σχετικό Δελτίο Τύπου, στις 26 Μαρτίου του ’09, πως «νοιώθουμε θλίψη και οργή διότι εξαπατούμαστε!!!». Έτσι, όταν το Δ.Σ. συνήλθε με σφιγμένα χείλη και χλωμά πρόσωπα, την 31η Μαρτίου, ήταν σε καθεστώς πολιορκίας από καμιά πενηνταριά άτομα έξω απ’ την αίθουσα.
Στην πρόσκληση του Δ.Σ. να εισηγηθώ λύση, υποστήριξα προφορικά ό,τι και γραπτά, την προαγωγή δηλαδή των δύο παρόντων υποδιευθυντών μου. Επίσης, προσφέρθηκα να παραμείνω με όποια ιδιότητα ήθελαν, μέχρι να «σταθούν στα πόδια τους»…’Οπως και έγινε!
Την Πρωταπριλιά, λοιπόν, του ’09, επέτειο της άφιξής μου στο Ωνάσειο, δεκατρία χρόνια νωρίτερα, ξημέρωσε νέα εποχή για το Τμήμα και το Πρόγραμμα Μεταμοσχεύσεων του Κέντρου. Ισότιμη ανάληψη από τους δύο συνεργάτες μου και ολιγόμηνη παραμονή μου ως Ειδικού Συμβούλου, ώστε να τους παρασταθώ στα πρώτα τους βήματα.