Η Νέα Εποχή
Στην πραγματικότητα, σε αυτή τη «νέα εποχή» για το Πρόγραμμα, οι τέως συνεργάτες μου δεν είχαν παρά να ακολουθήσουν την πεπατημένη, διασφαλίζοντας και τη δική τους επιτυχία. Καλά εκπαιδευμένοι, παρέλαβαν Μονάδα Μεταμοσχεύσεων άριστα οργανωμένη, καταξιωμένη και με τον αέρα των εβδομήντα επιτυχημένων μεταμοσχεύσεων.
Δυστυχώς, αυτός ο διακανονισμός απεδείχθη μοιραίος. Έκαστος των ενδιαφερομένων ένοιωσε πως είχε αδικηθεί, ότι μόνος αυτός έπρεπε να εκλεγεί διευθυντής και ηγέτης. Η πικρία –αδικαιολόγητη– τους ένωσε αρχικά σε κοινή στάση απέναντί μου κατά τους πρώτους μήνες της θητείας μου ως Συμβούλου.
Aκολούθησαν τα γεγονότα του θέρους του 2009, με την πρωτοφανή αναστολή λειτουργίας του Προγράμματος από τα μέσα Ιουλίου έως τα μέσα Αυγούστου, λόγω «θερινών διακοπών», με αποτέλεσμα να στιγματισθεί ανεπανόρθωτα η φήμη του Προγράμματος και κατ’ επέκταση εκείνη του Κέντρου. Απορρίφθηκαν τότε, χωρίς αξιολόγηση, έξι δότες και δέκα τουλάχιστον μοσχεύματα αξιοποιήθηκαν από ευρωπαϊκά προγράμματα. Την ίδια χρονική περίοδο υπήρχαν είκοσι οκτώ υποψήφιοι στη λίστα αναμονής του Ωνασείου, δεκαεννέα για καρδιά και εννέα για πνεύμονες. Έξι απ’ αυτούς κατέληξαν μέχρι το τέλος του έτους χωρίς να μεταμοσχευθούν. Κανείς, φυσικά, δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως τα μοσχεύματα, αν παρέμεναν στην Ελλάδα, θα πήγαιναν απαραίτητα στους έξι αυτούς άτυχους υποψηφίους, όπως και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι χάθηκε γι’ αυτούς μια πιθανή ευκαιρία.
Τη δυσλειτουργία κατήγγειλε εγγράφως ο σύλλογος των μεταμοσχευμένων «Συνεχίζω». Στηρίχθηκε στα fax της απόρριψης τα οποία έστειλε η Μονάδα προς τον Ε.Ο.Μ. Είχαν πανομοιότυπο περιεχόμενο και αναφέρονταν «στην αδυναμία συγκρότησης της ομάδας μεταμοσχεύσεων λόγω θερινών διακοπών».
Η αντίδραση της Διοίκησης του Κέντρου ήταν η παντελής άρνηση ή η κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση της σημασίας της παρεκτροπής. Εκείνο, όμως, που εντυπωσίασε ήταν ο σπασμωδικός τρόπος της αντίδρασης. Επομένως, «δεν έκλεισε» το Πρόγραμμα, απλώς τα μοσχεύματα «δεν έκαναν», αναγκάζοντας τον ατυχή Γενικό Διευθυντή να προτείνει τη σολομώντεια λύση: «Προς διαφύλαξη της καλής λειτουργίας και της φήμης του Ω.Κ.Κ., να μην επεκταθεί περαιτέρω η Διοικητική Εξέταση…». H φάση αυτή έκλεισε με την καθησυχαστική επιστολή του Προέδρου του Δ.Σ. προς τους ασθενείς: «Η εξαγωγή μοσχευμάτων από τη μία χώρα στην άλλη είναι συνήθης πρακτική, όταν δεν υπάρχει κατάλληλος λήπτης στη χώρα καταγωγής του μοσχεύματος.» Ορθή η τοποθέτηση του Προέδρου, όταν ακριβώς «δεν υπάρχει». Όμως, στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, στη λίστα του Ωνασείου περίμεναν είκοσι οκτώ εν ενεργεία λήπτες, έτσι ώστε για κάθε μόσχευμα που απορρίφθηκε να υπάρχουν περισσότεροι του ενός υποψήφιοι.
Πριν ακόμα εκδηλωθεί αυτή η πολυγλωσσία, οι μεταμοσχευμένοι κατέφυγαν στον Συνήγορο του Πολίτη που διερεύνησε την υπόθεση σε βάθος. Έτσι, τον Ιούνιο του ’10, ο καθηγητής Ιωάννης Σακέλλης παρουσίασε αυτοπροσώπως το πόρισμά του στο νέο Δ.Σ. του Κέντρου: «Ευλόγως γεννάται η πεποίθηση, ότι η απόρριψη των μοσχευμάτων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα οφείλεται σε αδυναμία συγκρότησης μεταμοσχευτικής ομάδας λόγω θερινών διακοπών. Η διαφύλαξη της καλής λειτουργίας και της φήμης του Ω.Κ.Κ. βάρυνε περισσότερο από την αποτελεσματική διερεύνηση δυσλειτουργιών και την αναζήτηση ενδεχομένων ευθυνών γι’ αυτά.»
Το συμπέρασμα, λοιπόν, από τη μέχρι τότε «νέα εποχή» ήταν ότι παρά τις έγκαιρες και πολύμοχθες προσπάθειές μου για τη διασφάλιση αξιόπιστης διαδοχής, το Πρόγραμμα έφθινε. Χρειαζόταν στέρεο έδαφος για να πατήσει και αυτό θα εξασφαλιζόταν μόνο από διοίκηση με γνώσεις, ανεξαρτησία στη λήψη αποφάσεων και απαρασάλευτη αποφασιστικότητα στην εφαρμογή τους. Οι προϋποθέσεις αυτές απουσίαζαν, οπότε στο εγγύς μέλλον τουλάχιστον, το νέο σχήμα δεν θα ήταν παρά ο απόηχος του προκατόχου του.
Άνοιξη χωρίς καλοκαίρι – Η Προεδρία
Αλλά ας παραμείνουμε στον Δεκέμβριο του ’09, οπότε έληξε και τυπικά η άχαρη θητεία μου ως Ειδικού Συμβούλου. Θα είχα προ πολλού παραιτηθεί, αν δεν είχα υποσχεθεί στους μεταμοσχευμένους μου πως θα παρέμενα «για να με βλέπουν» μέχρι να προσαρμοστούν στο νέο καθεστώς. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της επιθυμίας τους δέχτηκα να υποβάλω υποψηφιότητα για την Προεδρία του Δ.Σ. του Κέντρου, ενώ εβάρυνε και το προσωπικό μου ενδιαφέρον για την επάνοδο του Κέντρου στους πρότερους ρυθμούς λειτουργίας του, πριν από τα δύο Συμβούλια Παπαδημητρίου (2004-2010). Εντούτοις, ήμουν εξαιρετικά διστακτικός, γιατί προέβλεπα τις αντιδράσεις και γνώριζα από πρώτο χέρι τα προβλήματα.
Το Ωνάσειο από την ίδρυσή του αποτελεί οργανισμό ιδιωτικού δικαίου, που σημαίνει αυτονομία και ανεξαρτησία στη λήψη αποφάσεων. Αυτές όμως προϋποθέτουν οικονομική ανεξαρτησία που εμφανώς απουσίαζε όλα τα προηγούμενα χρόνια λειτουργίας του, λόγω των αμετακίνητων Συμπληγάδων: των υποκοστολογημένων υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και υψηλού κόστους αφενός, και του υπεράριθμου και συνάμα υπεραμειβόμενου προσωπικού αφετέρου. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο λογιστικό, είχε και επιπτώσεις στη λειτουργία του και ιδιαίτερα στο ευαίσθητο θέμα της αξιοκρατικής λήψης αποφάσεων. Φυσικά, κανείς δεν μιλούσε ανοιχτά γι’ αυτό, μόνο μουρμουρητά ακούγονταν, ήταν όμως πασίγνωστο στους «παροικοῦντας τήν Ἱερουσαλήμ». Το 2000 η μισθοδοσία του μη ιατρικού προσωπικού ανερχόταν σε δεκατέσσερα εκατομμύρια ευρώ. Δέκα χρόνια αργότερα, είχε εκτοξευθεί στα τριάντα τέσσερα εκατομμύρια ευρώ σημειώνοντας αύξηση εκατόν σαράντα δύο τοις εκατό! Κάθε χρόνο δινόταν αύξηση πέντε έως δέκα τοις εκατό, με μόνη εξαίρεση το 2004, όπου έφτασε το είκοσι τοις εκατό! Αναπόφευκτα, με την παραγωγικότητα του Κέντρου δεδομένη και την κρατική επιχορήγηση σταθερή στα οκτώ με εννέα εκατομμύρια ευρώ ετησίως, προέκυπτε έλλειμμα τριάντα έως τριάντα πέντε εκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο, για την αντιμετώπιση του οποίου τα Δ.Σ. κατέφευγαν σε «εσωτερικό δανεισμό». Εισέπρατταν, δηλαδή, τις πληρωμές των Ταμείων και αντί να εξοφλούν τους προμηθευτές υλικών, τις διοχέτευαν στη μισθοδοσία του προσωπικού. Έτσι, οι προμηθευτές μεταβάλλονταν σε ακούσιους δανειστές.
Εκτός, όμως, από το όραμα και τους στόχους του νέου Δ.Σ. υπήρχαν και τα «αγκάθια» που άγγιζαν την ηθική υπόσταση του Κέντρου και αποτελούσαν δείκτη της ακεραιότητας και του θάρρους της νέας Διοίκησης. Το πρώτο ήταν το πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη που υπαγόρευε τον καταλογισμό ευθυνών για τα γεγονότα του θέρους του ’09. Αμέσως μετά την παρουσίαση του πορίσματος από τον καθηγητή Σακέλλη, το Δ.Σ. διόρισε τριμελή επιτροπή υπό τον ομότιμο καθηγητή Ιατροδικαστικής και Μέλος του, Αντώνη Κουτσελίνη. Το δεύτερο πόρισμα, μετά από διεξοδική έρευνα και σωρεία καταθέσεων, κατέληξε ότι:
«Τα προσφερθέντα μοσχεύματα απορρίφθησαν λόγω αδυναμίας συγκρότησης της Ομάδας Μεταμοσχεύσεων λόγω θερινών διακοπών…»
«Υπήρξε απώλεια δέκα (10) τουλάχιστον μοσχευμάτων…»
«Ουδέν μόσχευμα αξιολογήθηκε…»
«Έγινε από τη Διοίκηση του Ω.Κ.Κ., τον Γενικό Διευθυντή και τον Νομικό Σύμβουλο προσπάθεια να μην αποδοθούν ουσιαστικές ευθύνες στους υπεύθυνους.»
«Υπήρξε παραπληροφόρηση του Δ.Σ… και προσπάθεια μετάθεσης των ευθυνών σε πρόσωπα τα οποία είναι χαμηλόβαθμα στην ιεραρχία…»
Λίγο αργότερα κοινοποιήθηκε και το πόρισμα των Επιθεωρητών Υγείας που επιβεβαίωνε πως τα fax της απόρριψης «συντάχθηκαν καθ’ υπαγόρευση» του υπευθύνου του Προγράμματος, όπως κατέθεσαν και οι τρεις Συντονίστριες, κάτι που ο ίδιος είχε αρνηθεί στη δική του κατάθεση. Το πόρισμα, ακόμα, αμφισβητώντας την ακρίβεια των ιατρικών δεδομένων που είχαν κατατεθεί, συνέστησε πως «αρμόδια να αποφανθεί επ’ αυτών είναι η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών».
Συμπερασματικά λοιπόν, οι τρεις Διοικητικές Εξετάσεις, από τον Συνήγορο του Πολίτη, το Υπουργείο Υγείας και την Επιτροπή του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου, δεν άφησαν την παραμικρή αμφιβολία ότι το Πρόγραμμα όντως έκλεισε και τα μοσχεύματα όντως χάθηκαν. Ο Υπεύθυνος του Προγράμματος, μετά τη δημοσιοποίηση του Πορίσματος, υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία έγινε δεκτή.
Στο διάστημα της σύντομης θητείας του το Δ.Σ. υλοποίησε, ωστόσο, ανεκπλήρωτους στόχους μηνών, αν όχι και ετών. Δικαίωσε κάποιους εργαζόμενους για τους οποίους είχαν εκδοθεί ευνοϊκές δικαστικές αποφάσεις και η Διοίκηση τις είχε αγνοήσει. Παραχώρησε συμβάσεις αορίστου χρόνου στους λίγους συμβασιούχους που παρέμεναν υπό καθεστώς ομηρείας. Μείωσε τα γενικά έξοδα κατά δεκαοκτώ τοις εκατό. Μείωσε κατά ένα τρίτο τις φαρμακευτικές δαπάνες, εισάγοντας γενόσημα και καταργώντας τα πανάκριβα boutique αντιβιοτικά. Με τη βοήθεια του Κοινωφελούς Ιδρύματος προστέθηκαν τέσσερα καρδιοχειρουργικά κρεβάτια στην Εντατική αυξάνοντας την παραγωγικότητα και τα έσοδα του Κέντρου κατά τέσσερα εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες ευρώ ετησίως. Αντικαταστάθηκε ο δυσλειτουργικός Αξονικός Τομογράφος χωρίς καμία δαπάνη για το Κέντρο, χάρη στην προσωπική παρέμβαση του Επιτίμου Αντιπροέδρου του Ιδρύματος, Παύλου Ιωαννίδη. Απέκτησαν γραφεία όλοι οι ιατροί, αντί να περιφέρονται κάποιοι από τους νεότερους στους διαδρόμους. Μεταστεγάστηκαν σε άνετους και αξιοπρεπείς χώρους οι Γραμματείς του Κέντρου, βλέποντας μερικές εξ αυτών το φως του ήλιου για πρώτη φορά! Στην επίτευξη αυτών των στόχων συνέβαλε σημαντικά ο Προϊστάμενος του Τμήματος Οργάνωσης και Πληροφοριακών Συστημάτων Μιχάλης Παπαδάκης.
Το σκηνικό της ουσιαστικής αναμέτρησης στήθηκε τον Ιανουάριο του ’11, όταν το σωματείο ζήτησε εν μέσω οικονομικής κρίσης «αύξηση 5% στους βασικούς μισθούς» με αποκορύφωμα το εξωφρενικό –και μακάβριο– αίτημα για «επίδομα προετοιμασίας νεκρού εκατό ευρώ για το προσωπικό»!
Παρά τις καθημερινές πλέον αντιπαραθέσεις δεν μου διέφευγε η πρόδηλη αδιαφορία του Υπουργείου Υγείας για τις εξελίξεις στο Κέντρο. Μεταξύ Νοεμβρίου του ’10 και Μαρτίου του ’11 έστειλα έξι επιστολές στον Υπουργό και άλλες πέντε στον Γενικό Γραμματέα, «εφ’ όλης της ύλης», αλλά με ιδιαίτερη έμφαση στα οικονομικά.
Η Κυβερνητική Παρέμβαση
Το μυστήριο της υπουργικής αδιαφορίας λύθηκε προς το τέλος Μαρτίου του ’11, με τις δύο συνεδριάσεις της πεντηκονταμελούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής και πρόεδρο τον καθηγητή Δημήτρη Κρεμαστινό. Προγραμματίστηκαν μετά από ανακοίνωση του Υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου στον Τύπο ότι πιεζόταν από «αντιφατικές» εισηγήσεις για το Κέντρο που «κατέρρεε» από τα οικονομικά βάρη και τα διαχειριστικά σφάλματα, «ενώ άρχισαν τα όργανα, δηλαδή οι ελλαδίτικοι συνήθεις εκβιασμοί». Παραβλέποντας την εκφραστική κομψότητα και τη χρήση του κυπριακού ιδιώματος, διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν να εκβιάζεται ένας υπουργός, και από ποιούς; Μάλλον επρόκειτο για σκιαμαχία…
Δύο ημέρες πριν την πρώτη συνεδρίαση –της 23ης Μαρτίου– έστειλα στον πρόεδρο Κρεμαστινό λεπτομερέστατο υπόμνημα για τα χρόνια – από κτίσεως Ρώμης– προβλήματα του Κέντρου, για τα μέτρα που έλαβε το δικό μας Δ.Σ. και για εκείνα που είχαμε προγραμματίσει, ώστε να ενημερωθούν έγκαιρα οι Βουλευτές. Όλα ήταν εκεί, με αριθμούς, διαγράμματα, στατιστικές, για όποιον ήθελε να πληροφορηθεί. Όπως έγινε εκ των υστέρων φανερό, από τις τοποθετήσεις των Μελών, το υπόμνημα που είχαμε στείλει μοιράστηκε λίγα μόλις λεπτά πριν την έναρξη της συνεδρίασης. Αυτό έβλαψε στη διακρίβωση των γεγονότων, ήταν όμως ευεργετικό για τον υπουργό, καθώς και για τον πρόεδρο της Επιτροπής, όταν προχώρησαν σε δηλώσεις.
Οι βουλευτές, με τη σειρά τους, χωρίς τον χαλινό του «πρίν ἄν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς», μη έχοντας διαβάσει το υπόμνημα με τα ακριβή στοιχεία, περιορίστηκαν στο να επαναλάβουν όσα ανεύθυνα είχαν ακούσει από τους συνδικαλιστές. Και τι δεν ακούστηκε! Για να μην αγνοηθούν οι μεταμοσχεύσεις, ακούστηκε πως «επτά άτομα έχουν αποχωρήσει γιατί αναγκάστηκαν», αναβαθμίζοντας σε γιατρούς μεταμοσχεύσεων άτομα τελείως άσχετα με το Πρόγραμμα. Ευτυχώς, προτάθηκε από βουλευτή και γιατρό η λύση «να επαναλειτουργήσει το μεταμοσχευτικό κέντρο του Ευαγγελισμού», αυτό που είχε αυτοκαταργηθεί το 2003!
Στον λίγο χρόνο που μου παραχωρήθηκε, στο τέλος, τόνισα και πάλι την παραπληροφόρηση της Επιτροπής και επέκρινα τα εμπαθή σχόλια που ακούστηκαν από βουλευτές και συνδικαλιστές. Επανέλαβα πως ο αγώνας κατά της Διοίκησής μας γινόταν γιατί αντιπαρατέθηκε σε συμφέροντα, καθώς και γιατί απέδειξε πως παίρνει αποφάσεις. Και απευθυνόμενος στους συνδικαλιστές, γιατρούς και εργαζόμενους, που άκουγαν αμήχανοι, είπα: «Κάνατε τεράστιο λάθος, κάνατε φοβερή ζημιά στο νοσοκομείο με αυτά που είπατε και θα τα βρείτε μπροστά σας!»
Όμως, της συνεδρίασης κυριάρχησε η ομιλία του Προέδρου του Κοινωφελούς Ιδρύματος, Αντώνη Παπαδημητρίου. Αφού αναφέρθηκε στο συνεχιζόμενο έμπρακτο ενδιαφέρον του για το Κέντρο, σχολίασε την κριτική κατά του Ωνασείου ως νοσοκομείου, καθώς και την κριτική κατά του νυν Προέδρου: «Έχουμε έναν άνθρωπο, τον κ. Αλιβιζάτο, ο οποίος ξέρει τη δουλειά του, παρόλο που σας επαναλαμβάνω ήμασταν εμείς εκείνοι που είπαμε τότε να φύγει λόγω ορίου ηλικίας*, ενώ αντικειμενικά είναι άριστος γιατρός ακόμα και σήμερα.»
*Δέν υπήρχε «όριο ηλικίας» στον Οργανισμό τού Κέντρου, ενώ καί η σχετική απόφαση τού Δ.Σ.(του 2006) τηρήθηκε μυστική μέχρι νά επιβληθούν οι «αποστρατείες» τού Δεκεμβρίου 2008. Τό σχετικό Πρακτικό ουδέποτε κυκλοφόρησε καί τυχαία αποκαλύφθηκε τό 2017.
Τη συζήτηση έκλεισε ο Πρόεδρος του «Συνεχίζω» Νίκος Καραφόλας εκφράζοντας οργή και λύπη γι’ αυτά που ακούστηκαν και αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την ανοιχτή καταγγελία της δυσλειτουργίας τού θέρους του ’09. Έκλεισε λέγοντας: «Με την άφιξη του Αλιβιζάτου… παραδόθηκε πρόγραμμα που είχε 70% επιβίωση στη δεκαετία… ενώ αντίστοιχες προσπάθειες είχαν θνητότητα 50% στο χειρουργείο!»
Έτσι, έγιναν ερωτήσεις στη Βουλή υιοθετώντας σπερμολογίες, οργανώθηκαν εκπομπές στο ραδιόφωνο από αυτοσχέδιους δημοσιογράφους σε «κουβεντούλα» καφενείου και προβλήθηκε στην τηλεόραση μια εκπομπή θλιβερή στη σύλληψη και ανεπίτρεπτη σε περιεχόμενο για την «προαγωγή» των μεταμοσχεύσεων. Το μήνυμα ήταν πως οι μεταμοσχεύσεις καρδιάς γίνονταν «μόνο και μόνο για να υπάρχουν καλά αποτελέσματα», ενώ πιθανώς διεξαγόταν και εμπόριο μοσχευμάτων που έφευγαν στο εξωτερικό! Παρά την κατηγορηματική διαβεβαίωση του υπουργού για σύντομη απόφαση σχετικά με τη διοίκηση του Κέντρου, η «κάθαρση» καθυστέρησε για ενάμιση μήνα. Τη δικαιολογία έδωσε ένα ενημερωτικό σημείωμα για το προσωπικό του Κέντρου σχετικά με την πιθανή καθυστέρηση της μισθοδοσίας. Το ίδιο απόγευμα ο υπουργός, οργίλος, κατακεραύνωσε από τηλεοράσεως τον «πολύ διοικητή του Ωνασείου» ο οποίος με «δήλωσή» του κατέστρεφε την εικόνα των υπουργικών επιτευγμάτων. Παραβλέπω το «πολύς», αλλά οφείλω να υπενθυμίσω πως το Ωνάσειο δοικείται από Συμβούλιο με άμισθο Πρόεδρο και όχι από έμμισθο Διοικητή, υπάλληλο του Υπουργείου. Και για την αποκατάσταση της αλήθειας, όντως δεν υπήρχε ταμειακή ρευστότητα και η μισθοδοσία κατεβλήθη σε δύο δόσεις, μετά από έγγραφη ενημέρωση της Προϊσταμένης Οικονομικών Υπηρεσιών, Ζωής Γκαμάλια, η οποία με παρρησία δήλωσε ότι: «το ποσό αυτό… δεν ήταν επαρκές για την κάλυψη της μισθοδοσίας.»
Εκείνους που πραγματικά μέμφομαι είναι τους τέως συναδέλφους μου, τη λεγόμενη «σιωπηλή πλειοψηφία» που δεν αντιστάθηκε στον συνδικαλιστικό κατήφορο της διαστρέβλωσης των γεγονότων. Ήταν ενήμεροι της προσπάθειας για την ανεξαρτητοποίηση και αναδιοργάνωση του Κέντρου και παρέμειναν απαθείς. Γιατί άραγε; Όλοι γνωρίζουμε την απάντηση. Γιατί μας βαραίνει παιδεία αιώνων, να σπεύδουμε βραδέως –ή και καθόλου– στην προάσπιση του δικαίου, ώστε να δούμε πρώτα κατά πού θα γείρει η πλάστιγγα, για να μη βρεθούμε με τους «χαμένους». Νοοτροπία που ο Γιάννης Μπουντούρης ονόμαζε «βλαχοπολιτική» και ο πατέρας μου, πιο κομψά, «πηγαίνοντας με το ρεύμα». Έτσι, το Ωνάσειο επανήλθε στην τροχιά του γύρω από το Υπουργείο Υγείας και αποκαταστάθηκε το γνώριμο τοπίο της «εργασιακής ειρήνης»!!!
Η Δεκαετία
Τις σκέψεις αυτές περιέκλεισα σε επιστολή προς τον νέο Πρόεδρο του Κέντρου (είχε εκπνεύσει η τριετία του προηγουμένου), την 15η Μαΐου του 2014, εφιστώντας την προσοχή τού νέου Δ.Σ. στην υψηλή περιεγχειρητική θνητότητα, ασφαλώς πολύ υψηλότερη εκείνης των ετών 1995-2008 , αλλά κυρίως στην, όπως την έβλεπα, χαλάρωση της απώτερης μετεγχειρητικής παρακολούθησης των ασθενών.
Όπως φαίνεται στό παραπλεύρως Διάγραμμα, τό Πρόγραμμα δέν είχε επιβίωση 84% στήν πενταετία, όπως ισχυρίσθηκαν μέσω κάποιου blog οι διαχειριστές του. Ήταν κατά δέκα (10) τουλάχιστον ποσοστιαίες μονάδες παρακάτω, όμως παραδέχονταν ότι είχαν προχωρήσει σέ υψηλό ποσοστό αξιοποίησης τών προσφερθέντων μοσχευμάτων. Έλεγαν, δηλαδή, ακριβώς αυτό το οποίο προηγουμένως ανέφερα, ότι «έπρεπε να γίνουν» μεταμοσχεύσεις που σημαίνει ότι χρησιμοποιήθηκαν οριακοί δότες. Το αν αυτή η κίνηση έγινε προκειμένου να καλυφθούν πραγματικές ανάγκες στη λίστα αναμονής ή διότι υπήρχε η πίεση να «παραγάγει» το Πρόγραμμα, νομίζω πως θα παραμείνει αναπάντητο, αφού το στόμα των διαχειριστών του είναι επτασφάλιστα κλειστό.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί ότι η επιβίωση της δεύτερης περιόδου υπολείπεται μέχρι και 15% εκείνης της πρώτης (1996-2008). Ας σημειωθεί ότι στον μεταμοσχευτικό κόσμο, μια διαφορά 5% στην επιβίωση καθορίζει και την κατάταξη του Προγράμματος ως εξαιρετικού έναντι άλλου που κατηγοριοποιείται ως μέτριο.
Τα αποτελέσματα έγιναν ακόμα πιο εντυπωσιακά το 2018 με τη συμπλήρωση δεκαετίας απο την αλλαγή σκυτάλης. Η εγχειρητική θνητότητα παρέμεινε τριπλάσια εκείνης των ετών 1996-2008, ενώ καί οι συνολικές απώλειες σχεδόν πενταπλασιάστηκαν σέ σύγκριση μέ τήν προηγούμενη περίοδο. Ήταν το τίμημα μιάς αλλαγής απρογραμμάτιστης και εν πολλοίς ανεύθυνης, όπως αποδείχθηκε. Το επλήρωσαν, οχι οι υπεύθυνοι των αποφάσεων, αλλά οι μεταμοσχευμένοι του Προγράμματος.
Η διεγχειρητική θνητότητα υπερτριπλασιάστηκε…
…ενώ καί οί απώτεροι θάνατοι υπερδιπλασιάστηκαν.
Μείωση της επιβίωσης κατά 15% στην δεύτερη περίοδο (2009-2018).
Απόηχος
Εφέτος συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από την παράδοση του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου στο Ελληνικό Δημόσιο από το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης. Πολλά, πάμπολλα τα γεγονότα αυτών των τριάντα ετών και αδύνατον να καταχωρηθούν σε ένα εκ προοιμίου βραχύ απολογισμό.
Τα έτη 2004 έως 2009 σφράγισε η αντιπαράθεση με το Δ.Σ. του καθηγητή Ιωάννη Παπαδημητρίου λόγω της εμμονής του να προκηρύξει όλες τις θέσεις διευθυντών, η οποία και πάλι έφερε αναστάτωση, άσκοπες αντιπαραθέσεις και αβεβαιότητα στο ιατρικό προσωπικό. Μέχρι τότε το Κέντρο όδευε ομαλά και παραγωγικά σε όλους τους τομείς και κατά τη σοφή λαϊκή αμερικανική ρήση “if it ain’t broke, don’t fix it” *. Ακόμη, έθεσε τις βάσεις για την έκτοτε συνεχώς ογκουμένη δυσμένεια προς το Πρόγραμμα Μεταμοσχεύσεων. Επιπλέον, καθιέρωσε και το ανύπαρκτο έως τότε «όριο ηλικίας», χωρίς πρόβλεψη για τη συνέχιση προσφοράς προς το Κέντρο γνώσεων, πείρας και ταλέντου των αποχωρούντων. Όπως ακριβώς γίνεται με τους συνταξιοδοτούμενους στο Δημόσιο!
*Μην επιδιορθώνεις κάτι που δεν έχει σπάσει.
Τα αποτελέσματα εκείνης της πρωτοβουλίας τα πλήρωσε, όπως απεδείχθη στο προηγούμενο κεφάλαιο, το Πρόγραμμα κατά την επόμενη δεκαετία και θλίβομαι για το ότι ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να εκφράσω ούτε μία λέξη κατανόησης για την άσκοπη περιπέτεια στην οποία οδηγήθηκε. Αν μη τι άλλο, ο συγκεκριμένος Πρόεδρος θα μπορούσε να θέσει υπό τη σκέπη του το Πρόγραμμα του Ωνασείου λαμβάνοντας και τα σχετικά εύσημα. Ίσως δεν είχε πιστέψει στην ανάπτυξη και τελική επικράτηση ενός Προγράμματος Καρδιάς, σε αντίθεση με την προηγούμενή του απόπειρα δημιουργίας μεταμοσχευτικού προγράμματος ήπατος.
Η απόφαση αυτή του Δεκεμβρίου 2006 περί «ορίου ηλικίας» θα αποδεικνυόταν γεγονός καταλυτικής σημασίας για τη μετέπειτα πορεία του Κέντρου. Σηματοδότησε την εγκατάλειψη του ιδιωτικού χαρακτήρα που προβλέπει ο ιδρυτικός νόμος και την ουσιαστική προσχώρηση στο Δημόσιο. Αν και το σκηνικό είχε ουσιαστικά στηθεί αρκετά χρόνια ενωρίτερα με την αποδοχή από όλες τις Διοικήσεις της ανάληψης των χρονίων ελλειμμάτων του Κέντρου από την Πολιτεία, η εφαρμογή του δημοσιοϋπαλληλικού αυτού μέτρου αποδείχθηκε η Κερκόπορτα από την οποία εισχώρησε ο κρατικός παρεμβατισμός σε ίδρυμα που μέχρι τότε ίσχυαν η άμιλλα, η συνεχής προσπάθεια για βελτίωση της ποιότητας και προπαντός η αξιοκρατία.
Η «Κερκόπορτα» της Αλλαγής.
Η μοιραία απόφαση του 2006.
Το τίμημα της «Αλλαγής». Η εγχειρητική θνητότητα τριπλασιάστηκε.
Οι συνολικές απώλειες υπερτετραπλασιάστηκαν.
Κλείνοντας θέλω να αποτίσω φόρο τιμής σε τρεις ηγέτες, για τη γνωριμία και τη συνεργασία των οποίων είμαι πραγματικά υπερήφανος. Αναφέρθηκα ήδη στον αείμνηστο Γ. Κουμάντο, ο οποίος δύο φορές βοήθησε ουσιαστικά το Πρόγραμμα Μεταμοσχεύσεων. Λίγο αργότερα, ως Αντιπρόεδρος του Ε.Ο.Μ., ματαίωσε την απόπειρα να ανακινηθεί το ζήτημα των παιδιατρικών μεταμοσχεύσεων και να συζητηθεί, εκτός τόπου και χρόνου, σχετικό έγγραφο του Δ.Σ. του Ωνασείου προς το Υπουργείο Υγείας. Θυμάμαι, όμως, τον Γ. Κουμάντο και για μία άλλη στιχομυθία, εκείνη την εποχή. Διαφωνήσαμε, τρόπος του λέγειν, σχετικά με μία παράγραφο του νόμου και επειδή επέμενα για την ορθότητα της άποψής μου, ο μέγας Κουμάντος είπε: «Κύριε Αλιβιζάτε, θα το ελέγξω και σας υπόσχομαι να σας τηλεφωνήσω εντός της αύριον.» Όντως με κάλεσε λέγοντας το απίστευτο: «Λυπούμαι να ομολογήσω ότι εσείς είχατε δίκιο και εγώ άδικο! Ξέρετε, κύριε Αλιβιζάτε, είσθε επιτυχημένος καρδιοχειρουργός, όμως πιστεύω ότι εχάσατε το κάλεσμα της ζωής σας. Έπρεπε να είχατε γίνει νομικός!» Όποιος είχε γνωρίσει τον Γ. Κουμάντο αντιλαμβάνεται την αξία μίας τέτοιας φιλοφρόνησης…
Ο χρονολογικά δεύτερος, από τον χώρο της Ιατρικής αυτή τη φορά, ήταν ο καθηγητής Κώστας Στεφανής. Έχω αναφερθεί και προηγουμένως στην οξύνοια και στη λιτότητα των εκφράσεών του, προϊόντων ασυνήθιστης πνευματικής συγκρότησης. Όμως, τον θαύμασα τον Μάρτιο του 2004, όταν ως Υπουργός Υγείας και δύο ημέρες πριν τη λήξη της θητείας του, είχε το θάρρος να διορθώσει προηγούμενη απόφαση που είχε λάβει το Δ.Σ. του Κέντρου, υπό την Προεδρία του, τον Νοέμβριο του 2001, βάσει της οποίας ουσιαστικά διεσπάτο το Πρόγραμμα σε δύο ανταγωνιστικές υποομάδες. Εξέδωσε, λοιπόν, την Άδεια Σκοπιμότητας για το Ωνάσειο, με την οποία έθετε την Παιδιατρική Ομάδα Μεταμοσχεύσεων εντός του ευρυτέρου πλαισίου του Μεταμοσχευτικού Προγράμματος του Κέντρου. Ακόμη θυμάμαι το ενδιαφέρον και τη στοργή με την οποία μου ευχήθηκε «καλή επιτυχία», όταν τον κάλεσα για να τον ευχαριστήσω.
Ο τρίτος μεγάλος στην εικοσιπενταετία της παραμονής μου στην Ελλάδα ήταν ο Πρόεδρος του Κοινωφελούς Ιδρύματος Στέλιος Παπαδημητρίου. Πάντα διεκήρυσσα ότι ο λόγος της επιστροφής μου στην Ελλάδα ήταν το Ωνάσειο και ακόμα ότι ως πραγματικό εργοδότη μου πάντα θεωρούσα το Κοινωφελές Ίδρυμα και όχι τους ερασιτέχνες προέδρους ή τους δημοσιοϋπαλλήλους apparatchiks του Δ.Σ. Έτσι, αρέσκομαι να ανακαλώ την αδημονία, ίσως και το κάποιο δέος που όλοι νοιώθαμε όταν ερχόταν στην αίθουσα συγκεντρώσεων ο Στέλιος Παπαδημητρίου, ζωηρός, επιθετικός, αποπνέοντας gravitas, με ακριβοζυγισμένη εκφορά του λόγου. Αν και δεν υπήρξε φιλικός απέναντί μου στα πρώτα χρόνια της θητείας μου στο Κέντρο, λόγω της άκαμπτης, πιστεύω, στάσης μου στο θέμα των παιδιατρικών μεταμοσχεύσεων, το 2004 αντελήφθη τι διεκυβεύετο και άρδην μετέβαλε στάση. Είχα την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω λίγες εβδομάδες πριν φύγει, τον Νοέμβριο του 2005. Εκείνο το βράδυ τού κρατούσαν συντροφιά οι φίλοι και σύντροφοί του στο Συμβούλιο του Ιδρύματος, γι’ αυτό και μετά τον σύντομο χαιρετισμό μου ετοιμάστηκα να αποχωρήσω. Ακόμη θυμάμαι την προσήνεια με την οποία είπε: «Καθίστε κύριε Αλιβιζάτε, εσείς είστε περισσότερο από συνεργάτης, είστε φίλος.» Και γυρίζοντας προς τους συνεργάτες του είπε: «Ξέρετε, ο κ. Αλιβιζάτος μου θυμίζει τον εαυτό μου, όταν ήμουν νέος, μαχητικός και επίμονος όπως αυτός.»
Αυτοί ήσαν οι τρεις αξιολογότεροι Έλληνες που εγνώρισα μετά την επιστροφή μου, το 1996. Είχαν κάτι το κοινό, μια υπέρτατη αρετή: να αναγνωρίζουν και να επανορθώνουν το σφάλμα, γεγονός που απαιτεί ακεραιότητα, ικανότητα αυτοκριτικής και προπαντός αυτοπεποίθηση. Γι’ αυτό και όταν με ρωτούν: «Έχετε μετανιώσει που γυρίσατε στην Ελλάδα;», η απάντηση είναι πάντα ένα ηχηρό ΟΧΙ. Ακόμη και όταν συνδέουν την ερώτηση με τη συμπεριφορά άλλοτε συνεργατών μετά την αποχώρησή μου. Αντιθέτως, αισθάνομαι πραγματική ικανοποίηση έχοντας βαδίσει στα δύσκολα χρόνια της Δεκαετίας, όπως και πριν, «χωρίς τῶν δειλῶν τά παρακάλια καί παράπονα». Όπως ακριβώς επιτάσσει ο Αλεξανδρινός…